Αυτή ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ

Ηταν περί τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η Λούλα Αναγνωστάκη παρέδιδε στον Κάρολο Κουν δυο μονόπρακτα για να ακούσει από τον ίδιο να της λέει ότι θα ήθελε να του γράψει κι ένα τρίτο διότι εκείνα τα δυο από μόνα τους δεν ήταν ικανά για να συγκροτήσουν μια παράσταση.  «Γύρισα σπίτι και το έγραψα σ’ ένα βράδυ» θα πει εκείνη σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. Ο λόγος για το έργο της «Παρέλαση» που αποτέλεσε μέρος της τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), την οποία παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν το 1965.

 «Η παρέλαση» ήταν εμπνευσμένη και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Ηταν η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο της, 36χρονης τότε Θεσσαλονικιάς θεατρικής συγγραφέως που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή τα ξημερώματα ήσυχα στον ύπνο της σε ηλικία 88 ετών.  «΄Ηθελα να γίνω γνωστή», έχει εξομολογηθεί για την παρθενική της συνεργασία στο «Υπόγειο» με το μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν. Κι αυτό ήταν και το έργο που της χάρισε τη θριαμβευτική είσοδό της στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ' εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.

  Υπήρξε μάλλον η γνωστότερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής περιόδου τα περίπου 40 χρόνια της παρουσίας της στο θέατρο. Σύμφωνα με την Καθημερινή και τον Δημήτρη Αθηνάκη, τα έργα της, σχεδόν σε όλο τους το εύρος, εγχείριζαν προσεκτικά, με ένα σκοτεινό σαρκασμό, την ταυτότητα του Νεοέλληνα, όπως εκείνη διαμορφωνόταν από τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές της περιόδου από το ’60 και μετά. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξερεύνησε εις βάθος τα κοινά, συλλογικά τραύματα του Νεοέλληνα: την ενοχή, την ήττα, τη μοναξιά, όλα οικεία δείγματα των μεταπολεμικών λογοτεχνικών γενεών.

  Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό που συνέβαλε στο μύθο της. Λεπτή κι αέρινη, μυστηριώδης πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, υπήρξε μια χαρακτηριστική φιγούρα της τέχνης που άρχισε, ωστόσο, σταδιακά να αποτραβιέται από τον κόσμο από το 2000 όταν χάθηκε πρόωρα στα 60 του χρόνια ο καθηγητής ψυχιατρικής και γοητευτικός διανοούμενος, Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο είχαν «συγκροτήσει» ένα εκκεντρικό ζευγάρι μέσα σε μια πολυτάραχη ζωή.

«Μια ζωή μέσα στον έρωτα. Με τον Χειμωνά, πιο πολύ;», θα ερωτηθεί το 2016 από τη δημοσιογράφο, Σόνια Ζαχαράρου, για λογαριασμό συνέντευξής της στο ΒΗΜΑgazino.«Με τον Χειμωνά, πάρα πολύ», θα απαντήσει. Ο έρωτάς τους άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν εκείνη ήταν παντρεμένη με τον κριτικό θεάτρου και ηθοποιό Μηνά Χρηστίδη και κράτησε γερός μέχρι το χαμό εκείνου. Καρπός του, ο Θανάσης Χειμωνάς, συγγραφέας και πολιτικός

  «Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια», έχει πει στο Γιώργο Διοσκουρίδη και στη Lifo.

 Σπάνιες ήταν οι φορές που η Λούλα Αναγνωστάκη έδινε συνεντεύξεις. Γιατί; «Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες», έχει πει στο ΒΗΜΑgazino.

 Είχε να δει έργο της δέκα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα κι είχε περιορίσει τις μετακινήσεις της στο ελάχιστο. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν με δυο κατάγματα στο πόδι που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο. «Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη...Τελευταία φορά βγήκα πριν από τρία χρόνια, να πάω στον οδοντογιατρό. Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Βλέπω τηλεόραση, αλλά δεν διακρίνω τα γράμματα. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο...» είχε πει στη Lifo.

  Η νεκρώσιμη ακολουθία για τη Λούλα Αναγνωστάκη θα ψαλεί την Τρίτη 10 Οκτωβρίου στο Πρώτο Νεκροταφείο στις 16.00

Πηγή: thetoc.gr

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ