Στις 15 Ιανουαρίου 2015 δηλώθηκε στην αστυνομία η εξαφάνιση του ναυτικού Βασίλη Κοκκίνη. Την Πρωτοχρονιά ο αδελφός του είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από κοινό τους φίλο ο οποίος τον ενημέρωσε πως ο 63χρονος δεν εμφανίστηκε στο εορταστικό τραπέζι που τον είχε καλέσει.
Τις μέρες που ακολούθησαν, συγγενείς και φίλοι, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν κανένα ίχνος του ναυτικού με αποτέλεσμα να ζητήσουν τη βοήθεια της αστυνομίας.
Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, η αστυνομία βρήκε εγκαταλελειμμένο στην οδό Ευαγγελιστρίας, στην Καλλιθέα, το αυτοκίνητο του ναυτικού.
Κανείς, όμως, δεν σκέφτηκε να τον αναζητήσει στο διαμέρισμα στο οποίο διέμενε η πρώην σύζυγός του και βρισκόταν στον ίδιο δρόμο. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 2016, ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου διαμερίσματος, στην Καλλιθέα και ένας δικαστικός επιμελητής βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα μακάβριο εύρημα.
Ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος εντόπισαν το πτώμα του άτυχου ναυτικού μέσα σε έναν καταψύκτη. Το θύμα φορούσε τα ρούχα του και το μπουφάν του, ήταν τοποθετημένο σε εμβρυακή στάση μέσα στον καταψύκτη, δεμένο χειροπόδαρα, ενώ το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με σακούλες, μία πετσέτα και μονωτική ταινία. Στην πλάτη και το κεφάλι του έφερε ίχνη αίματος και ο θάνατός του, όπως αναφέρεται στη δικογραφία που σχηματίστηκε, ήταν ασφυκτικός.
Από την πρώτη στιγμή οι υποψίες στράφηκαν στην 50χρονη πρώην σύζυγο του άνδρα με την οποία είχε χρόνιες διενέξεις για την επιμέλεια του 14χρονου, σήμερα, γιου τους. Όπως διαπιστώθηκε, η 50χρονη είχε φύγει για την Βάρνα Βουλγαρίας, απ’ όπου κατάγεται, μαζί με τον γιο της από τις 7 Ιανουαρίου 2015. Μάλιστα, φέρεται να είχε πάρει μαζί της, περίπου, 300.000 ευρώ.
Οι αρχές ξετυλίγοντας το κουβάρι της υπόθεσης, για πέντε ολόκληρους μήνες, θεώρησαν πως η 50χρονη Βουλγάρα είναι ο ιθύνων νους της στυγερής δολοφονίας με αποτέλεσμα να εκδώσουν σε βάρος της διεθνές ένταλμα σύλληψης. Στις 15 Νοεμβρίου 2016 η γυναίκα εντοπίστηκε, μαζί με το γιο της, στα σύνορα Βουλγαρίας - Ρουμανίας όταν επιχείρησε να περάσει από τη μια χώρα στην άλλη και συνελήφθη.
Η 50χρόνη εξάντλησε όλα τα ένδικα μέσα προκειμένου να μην εκδοθεί στη χώρα μας, ωστόσο, πλέον κρατείται στις φυλακές του Ελεώνα Θηβών και στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 θα βρεθεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για να δώσει τη δική της εκδοχή για την υπόθεση, καθώς φέρεται να κατηγορούσε τον πρώην σύζυγό της ότι κακοποιούσε σεξουαλικά το γιό της.
Η 50χρονη κατηγορείται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του πρώην συζύγου της, πληρώνοντας τρεις συμπατριώτες της για να διαπράξουν το έγκλημα. Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο άτυχος ναυτικός την μοιραία ημέρα «τσίμπησε» το δόλωμα που του έριξε η πρώην σύζυγός του η οποία τον κάλεσε στο διαμέρισμα της επικαλούμενη πρόβλημα υγείας του παιδιού τους.
Μόλις ο 50χρονος μπήκε στο διαμέρισμα φέρεται να δέχθηκε χτυπήματα στο κεφάλι και στη συνέχεια να δέθηκε χειροπόδαρα από τους δράστες, οι οποίοι ενδεχομένως τον ανάγκασαν να πιει αλκοολούχο ποτό στο οποίο είχαν ρίξει αγχολυτικά -υπνωτικά σκευάσματα. Τότε, ο 63χρόνος ναυτικός φέρεται να έπεσε σε λήθαργο κι έπειτα του κάλυψαν το κεφάλι με πανί, το οποίο τύλιξαν με μονωτική ταινία. Την επόμενη ημέρα η κατηγορούμενη εμφανίζεται να αγόρασε τον καταψύκτη όπου και τελικά, σύμφωνα με την κατηγορία, τοποθέτησε, με τη βοήθεια των συνεργών της, το πτώμα του άτυχου άνδρα.
Πρόσωπο «κλειδί»
Πρόσωπο «κλειδί» στην υπόθεση θεωρείται η 27χρονη συγκατηγορούμενη της 50χρονης η οποία, για τις αρμόδιες αρχές, έπαιξε το ρόλο του μεσάζοντα. Η νεαρή γυναίκα, προανακριτικά, είχε περιγράψει τη σκηνή του εγκλήματος και είχε αναφέρει πως βοήθησε τη συμπατριώτισσά της να βρει τους «εκτελεστές» του συμβολαίου θανάτου.
«Έλεγε ότι ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά εγώ δεν την πίστεψα, γιατί νόμιζα πως τα έλεγε πάνω στα νεύρα της. Πίστεψα ότι ήθελε να τον τρομάξει κι όχι να τον σκοτώσει» ανέφερε στις 3 Ιουνίου 2016, ενώπιον των αστυνομικών, η 27χρονη ισχυριζόμενη πως η 50χρονη φίλη της, της είχε εκμυστηρευτεί ότι ήθελε να σκοτώσει τον άντρα της γιατί «της είχε πειράξει σεξουαλικά το παιδί».
«Μου είχε πει ότι αυτός έδινε φάρμακα στο παιδί για να κοιμάται και για να μπορεί να του κάνει κακό...», είχε καταθέσει η 27χρονη στους αστυνομικούς. Η κατηγορούμενη περιέγραψε ακόμη πως οργανώθηκε η δολοφονία και αποκάλυψε ότι η 50χρονη είχε συμφωνήσει να δώσει στους τρεις συνεργούς της 14.000 ευρώ. Αναφερόμενη δε στη σκηνή της δολοφονίας, περιέγραψε: «Άκουσα από μέσα να τον χτυπάνε. Ήταν πια αργά για να φύγω, νόμιζα ότι θα τον τρόμαζαν λίγο. Αφού τον χτύπησαν μετά είχε ησυχία. Μπήκα στο σπίτι, μετά από λίγη ώρα, και ήμουν πολύ φοβισμένη. Δεν ξέρω να σας πω ποιος τον χτύπησε, δεν ήμουν μέσα. Μόλις με είδε η φίλη μου, μου είπε να πάω μαζί της στο δωμάτιο και εκεί μου έδειξε έναν άνδρα που του είχαν δέσει τα χέρια και τα πόδια με ταινίες και στο κεφάλι του είχαν βάλει ένα πανί. Ο άνδρας αυτός φαινόταν να ανασαίνει και η 49χρονη τον κλωτσούσε και του έλεγε: «τα ίδια χάπια που έδινες στο παιδί μου, αυτά θα δώσω και σ’ σένα, τώρα που έπεσες στα χέρια μου».
Ωστόσο, στην απολογία της η 27χρονη έκανε στροφή 180 μοιρών και υποστήριξε ότι δεν βρισκόταν στο διαμέρισμα την ώρα της δολοφονίας. Με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, για την υπόθεση αναζητείται κι ένας 29χρόνος Βούλγαρος, ενώ τα στοιχεία των δύο άλλων ατόμων που φέρονται να συμμετείχαν στο έγκλημα δεν έχουν ταυτοποιηθεί.
Οι κόντρες, τα χρήματα και οι δικαστικές διαμάχες για την επιμέλεια του παιδιού
Το διαζύγιο του ζευγαριού είχε εκδοθεί τον Οκτώβριο του 2014 και είχε έρθει να σφραγίσει μια μακρά περίοδο εντάσεων και δικαστικών διενέξεων. Πολλοί ήταν οι συγγενείς και φίλοι οι οποίοι, μιλώντας στην αστυνομία, έκαναν λόγο για ένα γάμο συμφέροντος. Η γνωριμία τους είχε γίνει στη Βάρνα της Βουλγαρίας το 1997. Όπως είπαν, ο 44χρονος τότε άνδρας, στην προσπάθειά του να προσελκύσει την κατά 18 χρόνια μικρότερή του γυναίκα, πλήρωσε κάποιες οφειλές των γονιών της και τους αγόρασε σπίτι. Ήρθαν στην Ελλάδα και παντρεύτηκαν και το 2003 κατάφεραν, μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση, να αποκτήσουν το γιο τους.
Όταν ακόμη το παιδί ήταν ακόμη νήπιο, η γυναίκα φέρεται να πήρε από τον κοινό τους λογαριασμό 45.000 ευρώ και να έφυγε για την πατρίδα της, ενώ ο σύζυγός της είχε μπαρκάρει.
Με την βοήθεια ιδιωτικού ντεντέκτιβ, η γυναίκα εντοπίστηκε, επέστρεψε το παιδί αλλά όχι και τα χρήματα. Το 2004 ξεκίνησε η δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του αγοριού. Ο ναυτικός κερδίζει την επιμέλεια του ανήλικου γιου του κι εκείνη φέρεται να φεύγει παράνομα για τη Βουλγαρία παίρνοντας, παράνομα μαζί της, και τον 5χρονο τότε γιό της. Όπως λέγεται, κατάφερε να φυγαδεύσει το παιδί από τη χώρα, μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο με… λαχανικά, στην καρότσα φορτηγού μαζί μ’ άλλα εμπορεύματα. Στο μεταξύ, φέρεται να είχε καταφέρει να πάρει, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, 230.000 ευρώ που είχαν κατατεθεί σε λογαριασμό στο όνομα του παιδιού από τον παππού του. Στην πατρίδα της καταφέρνει να πάρει στα χέρια της δικαστικές αποφάσεις που της έδιναν την επιμέλεια του παιδιού ενώ στην Ελλάδα είχαν ασκηθεί διώξεις σε βάρος της για αρπαγή ανηλίκου, πλαστογραφία και υπεξαίρεση.
Όταν για μία ακόμη φορά ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ την εντοπίζει η γυναίκα πείθεται να επιστρέψει στην Ελλάδα όπου ο ναυτικός την βοηθά να… ξεμπερδέψει από τις εκκρεμότητες που είχε με τη δικαιοσύνη. Με τα χρήματα, η 50χρονη ισχυρίστηκε πως αγόρασε ακίνητα στη χώρα της στο όνομα του παιδιού χωρίς, ωστόσο, να παρουσιάσει έγγραφα που να το επιβεβαιώνουν.
Το ζευγάρι, πλέον, αποφάσισε να κάνει ανακωχή για χάρη του παιδιού. Μετά το διαζύγιο ο 63χρονος διέμενε σε ιδιόκτητο σπίτι στην Καλλιθέα, ενώ εκείνη νοίκιασε το διαμέρισμα της οδού Ευαγγελιστρίας, όπου γράφτηκε ο επίλογος της ιστορίας.
Πηγή: newsbeast.gr