Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει μία νέα και δυνητικώς επικίνδυνη απειλή: την απειλή της επέκτασης της «ανελεύθερης δημοκρατίας» (illiberal democracy) στους κόλπους της, ανάμεσα στα είκοσι οκτώ κράτη-μέλη που την συγκροτούν. Αν και η τάση της «υποχώρησης του δυτικού φιλελευθερισμού» ξεπερνά τα όρια της Ευρώπης (βλέπε και E. Luce, The Retreat of Western Liberalism, Λονδίνο, 2017), ωστόσο η πρόκληση για την ΕΕ είναι ισχυρότερη, για πολλούς λόγους.
Πρώτον, γιατί για την ΕΕ η καταπάτηση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποτελεί υπονόμευση των νομιμοποιητικών θεμελίων πάνω στα οποία εδράζεται. Οι Συνθήκες ρητά προβλέπουν ότι «η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου καθώς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων...» (άρθ. 2 Συνθήκης ΕΕ/Λισαβόνας). Η ΕΕ είναι, με άλλα λόγια, πρώτα απ' όλα ένα «σχέδιο δημοκρατίας» και επομένως η αμφισβήτηση, πολύ περισσότερο καταπάτηση, των δημοκρατικών αρχών υπονομεύει τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της (raison d' etre) και απομακρύνει πολίτες από την υποστήριξη του συστήματος. Η νομιμοποίηση του ενοποιητικού εγχειρήματος κλονίζεται επικίνδυνα. Δεν μπορεί να διαφεύγει ότι μία μεγάλη ομάδα χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επεδίωξαν την ένταξή τους στην Ένωση μετά την έξοδό τους από αυταρχικά, δικτατορικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα πρωτίστως γιατί «είδαν» την ΕΕ ως σύστημα εγγύησης της δημοκρατίας.
Δεύτερον, στον χώρο της ΕΕ η ανάπτυξη της «ανελεύθερης δημοκρατίας» λαμβάνει μία ιδιαίτερα τοξική μορφή. Τείνει κυρίως στην παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου (rule of law) που ρητά προστατεύεται από τις Συνθήκες, στον πολιτικό/κυβερνητικό έλεγχο της δικαστικής εξουσίας, στην ουσιαστική κατάλυση της διάκρισης των εξουσιών, κ.λπ. Οι περιπτώσεις της Πολωνίας (κυρίως) και της Ουγγαρίας είναι οι πλέον χαρακτηριστικές αλλά σε αυτές προστίθεται ήδη και η Ελλάδα.
Η χώρα μας εμφανίζεται γενικά πολύ χαμηλά στον δείκτη σεβασμού του κράτους δικαίου αλλά οι τελευταίες περιπτώσεις/απόπειρες από πλευράς κυβέρνησης για τον έλεγχο της δικαιοσύνης τείνουν να την τοποθετήσουν στην ομάδα των χωρών στις οποίες ο σεβασμός του κράτους δικαίου προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Βεβαίως, υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ όπου βάναυσα παραβιάζεται το κράτος δικαίου, όπως η Τουρκία ή ακόμη και η Ρωσία, ή ορισμένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, για τις οποίες η Ένωση κατηγορείται ότι τις ανέχεται καθώς υποτίθεται ότι διασφαλίζουν κάποιας μορφής σταθερότητα λειτουργώντας περισσότερο ως «σταθεροκρατίες» (stabilocracies) παρά ως φιλελεύθερες δημοκρατίες!
Τί μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει το δηλητηριώδες αυτό φαινόμενο;
Για ορισμένους η απάντηση στο ερώτημα είναι «όχι και πάρα πολλά». Ενώ στο προενταξιακό στάδιο η ΕΕ διαθέτει σημαντικά μέσα-όπλα προκειμένου να πειθαρχήσει την υποψήφια χώρα στους δημοκρατικούς κανόνες, μετά την ένταξη και αφού η άτακτη χώρα είναι ήδη κράτος-μέλος, τότε η ΕΕ δεν μπορεί «να κάνει και πάρα πολλά». Η άποψη αυτή έχει κάποια βάση εάν η αναφορά γίνεται στα κράτη-μέλη και όχι στο θεσμικό σύστημα της ΕΕ. Πράγματι, τα κράτη-μέλη εμφανίζονται απρόθυμα, χωρίς την αναγκαία πολιτική βούληση, να τιμωρήσουν άλλα κράτη-μέλη που ατακτούν ή ανοιχτά παραβιάζουν δημοκρατικές αρχές, είτε για λόγους κακώς εννοούμενης αλληλεγγύης είτε γιατί δεν θέλουν να δημιουργήσουν «προηγούμενο» που μπορεί κάποια στιγμή να στραφεί εναντίον τους. Κοντόφθαλμη προσέγγιση.
Σε θεσμικό, καταστατικό επίπεδο, όμως, η ΕΕ διαθέτει σημαντικά μέσα για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων παραβίασης του κράτους δικαίου. Πρώτα απ' όλα η Συνθήκη (άρθ. 7) περιέχει την ρύθμιση-πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία εάν ένα κράτος-μέλος διαπιστωθεί ότι παραβιάζει τις αρχές του κράτους δικαίου μπορεί να στερηθεί δικαιωμάτων που απορρέουν από τις Συνθήκες, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο Υπουργών της Ένωσης. Πρόκειται για την πλέον αυστηρή τιμωρία που (θεωρητικά) μπορεί να επιβάλει η ΕΕ, γι’ αυτό και έχει χαρακτηρισθεί ως «η πυρηνική επιλογή». Ωστόσο η ενεργοποίηση της σχετικής διαδικασίας είναι εξαιρετικά δύσκολη καθώς στο στάδιο της διαπίστωσης της παραβίασης του κράτους δικαίου απαιτείται ομοφωνία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (χωρίς βεβαίως την συμμετοχή της «κατηγορούμενης χώρας») και είναι δύσκολο να υπάρξει η ομοφωνία αυτή, καθώς θα βρεθεί τουλάχιστον μία «συμπαθούσα χώρα» που θα ασκήσει veto. (Στην περίπτωση της Πολωνίας, η Ουγγαρία έχει ήδη δηλώσει ότι θα το πράξει.) Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα δεν έχει ουδέποτε ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός του άρθρου 7 της Συνθήκης, αν και έχει απειληθεί η ενεργοποίησή του, τελευταία στην περίπτωση της Πολωνίας.
Λόγω ακριβώς όλων αυτών των δυσκολιών, η Ένωση με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θέσπισε το 2014 το «Πλαίσιο για το Κράτος Δικαίου» (Framework for the Rule of Law). Το Πλαίσιο αυτό επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάζει περιπτώσεις παραβιάσεων του κράτους δικαίου, να διατυπώνει απόψεις και ουσιαστικά να «ονομάζει και ξεμπροστιάζει» (name and shame) ένα άτακτο κράτος-μέλος (και να καταλήγει εάν χρειαστεί στην ενεργοποίηση του άρθρου 7). Η Πολωνία αντιμετωπίζεται αυτή την περίοδο με βάση τις ρυθμίσεις του «Πλαισίου». Ακόμη, η ΕΕ μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να αναστείλει τις χορηγήσεις πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και να παραπέμψει κράτος-μέλος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου.
Επομένως η ΕΕ διαθέτει αρκετά θεσμικά μέσα για την αντιμετώπιση της καταπάτησης των αρχών του κράτους δικαίου, αρκεί τα κράτη-μέλη να θελήσουν να τα χρησιμοποιήσουν. Ωστόσο, οι γενεσιουργές αιτίες των τάσεων για «ανελεύθερη δημοκρατία» δεν μπορούν να ακυρωθούν απλά με νομικά μέσα. Απαιτείται συνολικότερη προσέγγιση, που θα στοχεύει στην εξάλειψη φαινομένων, όπως κοινωνικές ανισότητες, φτωχοποίηση, περιθωριοποίηση, κ.λπ. που τροφοδοτούν τις τάσεις για «ανελεύθερη δημοκρατία». Κυρίως απαιτείται η ΕΕ να εμφανισθεί όχι απλά ως ένας οικονομικός χώρος αλλά κυρίως ως χώρος αταλάντευτης προσήλωσης στις δημοκρατικές αρχές και θεσμούς...
*Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών