Κάθε χρόνο, παίρνεις τους δρόμους τού καλοκαιριού και ψάχνεις. Τόπους τής ψυχής σου. Στην Ηπειρο και στους Δελφούς, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και στους ξερότοπους της Μάνης. Και κάνεις ένα ταξίδι μέσα από εικόνες και λέξεις
Λοιπόν, αυτοί που λένε πως δεν θέλει και πολλά η ψυχή του ανθρώπου για να κρατηθεί, καλά το λένε. Φτάνουν μονάχα κάνα δυο στηρίγματα γερά για να πιαστεί, κι ύστερα βρίσκει το δρόμο της μονάχη και πορεύεται.
Αρκεί να συντηρείς ευλαβικά τα μυστικά κρησφύγετα, να ανανεώνεις κάθε τόσο τον αέρα τους και, προπαντός, να ξεχερσώνεις γύρω-γύρω τα περάσματα μη λαγκαδιάσουν. Για να τα βρίσκει εύκολα η ψυχή και στα μεγάλα ζόρια της να ’ρχεται ν’ απαγκιάζει.
Κάθε χρόνο, παίρνεις τους δρόμους του καλοκαιριού και ψάχνεις. Τόπους της ψυχής σου. Στην Ηπειρο και στους Δελφούς, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και στους ξερότοπους της Μάνης, στα «Θεόκτιστα» της ορεινής Αρκαδίας ανάμεσα σε σκίντα και πυκνά φυλλώματα, αμπέλια και κισσούς τυλιγμένους σε κορμούς των δέντρων – δεξιά κι αριστερά ελιές χαμηλωμένες. Αλλά και στη Σύρο, και στα ερημονήσια του Αιγαίου, στη θάλασσα του Μύρτου και των νησιών του Ιονίου ξάφνου σου αποκαλύπτεται η εικόνα μιας άλλης, άγνωστης, Ελλάδας: «Να, η δική μου χώρα», λες «μ’ αυτή τη γη, με τούτο το απέριττο τοπίο, με μορφές αυθεντικές ανθρώπων θέλω να συνομιλώ».
Η νέα πατρίδα θέλω να χωρέσει μνήμες παιδικές και ηπειρώτικα τραγούδια, τα κείμενα του Παπαδιαμάντη, τη συσσωρευμένη σοφία των παλιότερων, την έμπνευση νεότερων και το δυναμισμό τους. Δεν μπορεί να ανανήψει η πτωχευμένη χώρα, αν δεν ανανεωθούν οι «μύθοι» της, οι λέξεις της – αυτές προπάντων· αν η διασυρμένη χώρα δεν ορίσει απ’ την αρχή τη γλώσσα της, απαλλαγμένη απ’ το ψέμα βουτηγμένη στην αλήθεια της.
Νύχτα της πανσελήνου. Αχάραγο ακόμα και φωτίζει η σελήνη γύρω μου, σαν μέρα… Όμως εγώ, θέλω να ξέρω ποιοι περπατούν στα σκοτεινά με την ήρεμη εκείνη βεβαιότητα ότι σε λίγο θα ’ρθει το πρωί…
… ποιοι άραγε περνώντας απ’ την κάθαρση της νύχτας τους βρίσκει καταλαγιασμένους το πρωί…
Δρόμοι διχαλωτοί, σαν σφήνες, λοξοί σαν S (ίγμα) τελικό ή Υ (ψιλον) που οι δυο του άκρες ανοίγουν δεξιά κι αριστερά σε ξαφνικά πλατώματα…
Οι πολιτείες ποτέ δεν είναι αυτό που φαίνονται, περισσότερο είναι αυτό που κρύβουν…
Οίκος Νικολάου Μηλιώνη: το σπίτι ανηφορίζοντας προς τον Ταΰγετο μαζί με τα θεμέλια, τις κρεβατίνες του, τα ανοιχτά παράθυρα και τις ψυχές των ανθρώπων του… Που έζησαν. Που έφυγαν… Που ζουν ακόμη
Παλαιικές γυναίκες βάφουν μόνες τους τούς τοίχους των σπιτιών τους, φυτεύουν λουλούδια στις ταράτσες τους. Άνθρωποι καταδεκτικοί στα τιποτένια πράγματα, δοξολογούν τα πιο ασήμαντα όπως οι ίδιοι: μια ψάθινη καρέκλα ξεφτισμένη στην αυλή, μια κατσαρόλα αλουμινένια που ήρθε η ώρα της να γίνει γλάστρα…
Στο ξωκκλήσι του «άη -Γιαννάκη», μικρός ναΐσκος 2Χ2, χτισμένος σε καιρούς βυζαντινούς πάνω στο βράχο. Και τ’ όνομα του άγιου ειπωμένο έτσι, τρυφερά. Σάμπως μικρού παιδιού – για να ταιριάζει στην βρεφική του «κάμαρη». (Δεν είναι αποκλειστικά και μόνο «πίστη», οι θρησκείες · περσότερο είναι μια έκφανση πολιτισμού, σύστημα αξιών κι ένας τρόπος για να αντέχει ο άνθρωπος την ιδέα του θανάτου)
Το πέρασμα του χρόνου καταγράφεται αθόρυβα επάνω τους με όλα τα σημάδια και τα ίχνη του, όπως στη σάρκα των ανθρώπων
Από κει κάτω το τοπίο είναι ξερό, σπαρμένο πέτρες… Από την Καρδαμύλη και τη Μέσα Μάνη, όπου αρχίζει ο γοφός του ποδαριού, ως τις άκρες των δαχτύλων του –τη Βάθεια και την Άλικα– χώνεσαι σαγηνεμένος σ’ ένα ξεροπήγαδο. Σκληραίνει η ψυχή σου, τρίβεται πάνω στις πέτρες, ξεγυμνώνεται. Από αέρας που ήταν, γίνεται ένα με τα βράχια και στεριώνει
Στα νότια έχουμε κάμπους, αλλά έχουμε και θάλασσα και βράχια και πλαγιές και δέντρα που περνάς στο δρόμο και τα πιάνεις με το χέρι σου, δίπλα σου είναι. Το μάτι σου δεν προλαβαίνει να ησυχάσει και να ξεχαστεί…
…χώνεται στα πιο βαθιά νερά και μοιάζει να ξαναγλιστράς, κάθε φορά, στη ζεστασιά αρχαίας μήτρας…
…εκεί τα παιδιά μάθαιναν να αγαπούν τη θάλασσα και να γεύονται την αρμύρα της. Ύστερα από χρόνια, θα αναζητήσουν τη μυρωδιά από τα φύκια του γιαλού και τη δροσιά κορμιού που πάνω του κυλάνε ακόμα σταλαγματιές της θάλασσας
Σ’ ένα βυζαντινό ερείπιο έξω απ’ το Βαχό –ναός του Βάκχου ήταν άραγε ή του Χριστού;– σταμάτησα και μνημόνευσα τις ξερολιθιές του Άγιου Νίκωνα, τον κάβο του Γερολιμένα και τη Βάθεια. Yστερα έκανα το σταυρό μου κι ονομάτισα έναν- έναν όλους τους άγιους της Μάνης: αυτούς με τα αυλακωμένα πρόσωπα που κατεβαίνουν το ηλιοβασίλεμα από τα τέμπλα τους να παίξουν πρέφα σε έρημα καφενεία
…μια ροδιά στην Καρδαμύλη , δυο πουλιά στον ίσκιο της. Συνάντηση με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ.
…Ώσπου βυθίζομαι στο καύμα του ήλιου, στην υγρασία του αυγουστιάτικου απογεύματος. Πιάνεται η ανάσα μου, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι – εγώ, θαλασσινός γέννημα θρέμμα… Κι όμως, πρέπει να βρεθείς κατακαλόκαιρο σ’ αυτήν την δίνη της ομίχλης για να καταλάβεις πώς σε ρουφάει αυτή η χώρα, πώς σε ξερνά και πώς σε τρέφει ο τόπος· με τι ωδίνες τοκετού σε ξεγεννάει απ’ τη κοιλιά της. Και τότε εξηγείς την απέχθεια που αισθάνεσαι γι’ αυτήν αλλά και την ακαταμάχητη έλξη
Το κλειδί της ξώπορτας θα είναι κάτω απ’ το γλαστράκι. Πριν την ανοίξεις, θυμήσου να χαϊδέψεις τα βασιλικά για να μυρίσει ο τόπος…
…πιθάρια αιώνων αποθηκεύουν μέσα τους τον ήχο των κυμάτων – ή μήπως τη σιωπή του μανιάτικου τοπίου;
…τη χώρα αυτή για να την αγαπήσεις, πρέπει πρώτα να την αρνηθείς….
[Τα κείμενα που συνοδεύουν τις εικόνες είναι του Κώστα Λογαρά είναι από το βιβλίο του «Σάββατα δίχως μύθο»]