Η επικαιρότητα της Οριάνα Φαλάτσι

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Οι ναζί και οι φασίστες ήθελαν να δημιουργήσουν έναν «νέο άνθρωπο», οι μαρξιστές-λενινιστές «οραματίζονταν» μια «αταξική κοινωνία», οι τριτοκοσμικοί δικτάτορες πουλάνε «εθνική ανεξαρτησία» και άλλα παρόμοια. Οι τζιχαντιστές τί θέλουν; Τίποτα από όλα αυτά. Μίσος, καταστροφή και θάνατος είναι ο σκοπός τους. Τίποτε άλλο δεν τούς ενδιαφέρει. Η αφαίρεση ζωής είναι γι’ αυτούς αυτοσκοπός.

Ο Καμίλ Νταούντ είναι αυτός που έγραψε ότι «το Ισλάμ μπορεί να είναι μία υπέροχη κουλτούρα, εξαρτάται όμως από αυτούς που την επικαλούνται. Γι’ αυτό υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η αναζήτηση και η γεύση της βίας συνιστούν ταυτοτική κληρονομιά». Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που έζησε από μέσα την φρίκη που θέλει να μετατρέψει σε καθεστώς μία θρησκεία, είναι και ο πιο γνήσιος της μάρτυρας. Γι’ αυτό και ο ιμάμης της Αλγερίας διέταξε την δολοφονία του. Γι’ αυτό και οι καραγκιόζηδες του «πολιτικά ορθού» στην Δύση τον κατηγορούν για ισλαμοφοβία.

Όπως κατηγορούσαν και την Οριάνα Φαλάτσι όταν έγραφε στην Κορριέρε ντελα Σέρα, το 2001, μετά την σφαγή των Δίδυμων Πύργων στην Νέα Υόρκη, υπό τον τίτλο Η Οργή της Περηφάνειας, αυτά που ακολουθούν:

«Σε αυτούς τους πύργους δούλευαν περίπου 50.000 άτομα. Και πολύ λίγοι είχαν τον χρόνο για να διαφύγουν. Τα ασανσέρ δεν δούλευαν, όπως είναι φυσικό, και για να κατέβει κανείς από τα τελευταία πατώματα χρειαζόταν μία αιωνιότητα. Φλόγες παντού. Δεν θα μάθουμε ποτέ τον αριθμό των νεκρών – σαράντα, σαρανταπέντε χιλιάδες. Οι Αμερικανοί δεν θα τον πουν ποτέ. Για να μην υπογραμμίσουν την έκταση αυτής της Αποκάλυψης. Για να μην δώσουν την ικανοποίηση στον Μπιν Λάντεν και για να μην ενθαρρύνουν και άλλες Αποκαλύψεις.

»Τί αισθάνομαι για τους καμικάζι που πέθαναν μαζί τους… Κανέναν σεβασμό, κανέναν οίκτο. Όχι, κανέναν οίκτο. Μού ήταν ανέκαθεν αντιπαθείς αυτοί οι τύποι που αυτοκτονούν για να σκοτώσουν άλλους. Μού ήταν ευθύς εξ αρχής αντιπαθείς, ξεκινώντας από τους Γιαπωνέζους του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν τούς θεώρησα ποτέ στρατιώτες. Και λιγότερο ακόμα τούς θεωρώ μάρτυρες ή ήρωες, όπως ουρλιάζοντας και φτύνοντας ο κύριος Αραφάτ μού τούς ονόμασε το 1972.

»Τούς θεωρώ μόνον ματαιόδοξους. Ματαιόδοξους που, αντί να αναζητούν δόξα στο σινεμά ή στην πολιτική ή στον αθλητισμό, επεδίωκαν τον θάνατο του ίδιου τους του εαυτού και των άλλων. Έναν θάνατο που θα τούς αποφέρει θαυμασμό και, στην περίπτωση εκείνων που προσεύχονται στον Αλλάχ, μία θέση στον Παράδεισο του Κορανίου: Παράδεισο όπου οι ήρωες κάνουν έρωτα με τα ουρί.

»Ποιος ξέρει πώς θα βράσει ο κύριος Αραφάτ (από θυμό) ακούγοντάς με. Δεν μού συγχώρεσε ποτέ τις διαφορετικές απόψεις που είχαμε, ούτε τις απόψεις μου γι’ αυτόν τις οποίες εξέφρασα στο βιβλίο μου Συνέντευξη με την Ιστορία. Ούτε εγώ τού έχω συγχωρήσει τίποτα…

»Αν συναντιόμασταν πάλι θα τού το φώναζα μέσα στην μούρη εγώ ποιοι είναι οι μάρτυρες και οι ήρωες. Θα τού φώναζα: Εξέχοντα κύριε Αραφάτ, οι μάρτυρες είναι οι επιβάτες εκείνων των αεροπλάνων που μεταβλήθηκαν σε ανθρώπινες βόμβες. Μεταξύ τους το κοριτσάκι των τεσσάρων χρόνων που διαλύθηκε, μέσα στον δεύτερο πύργο. Εξέχοντα κύριε Αραφάτ, οι μάρτυρες είναι οι υπάλληλοι που δούλευαν μέσα στους πύργους και στο Πεντάγωνο, οι μάρτυρες είναι οι πυροσβέστες που πέθαναν προσπαθώντας να τούς σώσουν. Και ξέρετε ποιοι είναι οι ήρωες; Είναι οι επιβάτες του αεροπλάνου που έπρεπε να πέσει πάνω στον Λευκό Οίκο και τελικά τσακίστηκε στο δάσος της Πενσυλβάνια, γιατί αυτοί αντέδρασαν!

»Η Αμερική είναι μία ξεχωριστή χώρα, μία χώρα ζηλευτή για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τον πλούτο. Είναι αξιοζήλευτη, γιατί γεννήθηκε από μία ανάγκη της ψυχής, την ανάγκη για πατρίδα και για την πιο υψηλή ιδέα που συνέλαβε ο Άνθρωπος, την ιδέα της Ελευθερίας.

»Μιλώ στους ανθρώπους που, χωρίς να είναι κακοί ή κουτοί, νανουρίζονται ακόμα με την αμφιβολία και την μετριοπάθεια. Και τούς λέω: Ξυπνήστε! Το καταλαβαίνετε ή κάνετε ότι δεν το καταλαβαίνετε, εδώ πρόκειται για μία Σταυροφορία από την ανάποδη. Εδώ συμβαίνει ένας πόλεμος θρησκειών, κηρυγμένος, ηθελημένος ίσως από ένα κομμάτι εκείνης της θρησκείας, αλλά πάντως ένας πόλεμος θρησκευτικός. Ένας πόλεμος που αυτοί αποκαλούν Τζιχάντ. Ένας πόλεμος που δεν αποσκοπεί να κατακτήσει το έδαφός μας ίσως, αλλά να κατακτήσει τις ψυχές μας. Επιδιώκει την εξαφάνιση της ελευθερίας μας και του πολιτισμού μας. Επιδιώκει την εξάρθρωση του τρόπου ζωής και θανάτου μας, του τρόπου που προσευχόμαστε, που τρώμε, που πίνουμε, που ντυνόμαστε, που διασκεδάζουμε και που πληροφορούμεθα.

»Θέλετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι, αν δεν αντισταθούμε, αν δεν υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, η Τζιχάντ θα νικήσει. Θα καταστρέψει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ηθική μας, τις ηδονές μας. Δεν αντιλαμβάνεσθε ότι οι Οσάμα μπιν Λάντεν θεωρούν ότι είναι εξουσιοδοτημένοι να σκοτώσουν εσάς και τα παιδιά σας, επειδή πίνετε κρασί ή μπύρα, επειδή δεν αφήνετε γένια, επειδή δεν φοράτε το τσαντόρ, επειδή πάτε στο θέατρο ή στο σινεμά, επειδή ακούτε μουσική και τραγουδάτε τραγούδια, επειδή χορεύετε σε ντισκοτέκ ή στο σπίτι σας, επειδή φοράτε μίνι φούστα ή σορτς, επειδή κολυμπάτε ημίγυμνοι, επειδή κάνετε έρωτα όταν σάς αρέσει, όπου σάς αρέσει και με όποιον σάς αρέσει; Δεν σάς ενδιαφέρει ούτε αυτό, ηλίθιοι; Εγώ είμαι άθεη, δόξα τω Θεώ, και δεν έχω καμμία όρεξη να αφήσω κανέναν να με σκοτώσει γι’ αυτό που είμαι. […]

»Μού φαινόταν ότι βρισκόμουν στον Μεσαίωνα και έλεγα: Οι Σοβιετικοί είναι αυτοί που είναι, αλλά πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι κάνοντας αυτόν τον πόλεμο προστατεύουν και εμάς. Τούς ευχαριστώ. Δεν ήθελαν να λέω αυτά τα πράγματα. Και για να φανούν προοδευτικοί, χειροκροτούσαν τους Αμερικανούς που, αποβλακωμένοι από τον φόβο προς την Σοβιετική Ένωση, γέμιζαν όπλα τον ηρωικό –αφγανικό– λαό. Εκπαίδευσαν τους μουσάτους και μαζί με τους μουσάτους και τον υπερ-μουσάτο Μπιν Λάντεν. Δρόμο οι Ρώσοι από το Αφγανιστάν. Ωραία, οι Ρώσοι έφυγαν από το Αφγανιστάν. Ευχαριστημένοι; Και από το Αφγανιστάν οι μουσάτοι του μουσάτου Μπιν Λάντεν έφτασαν στην Νέα Υόρκη, με τους ξυρισμένους Λιβανέζους, Σαουδάραβες, Παλαιστίνιους, Σύριους, από τους οποίους αποτελείται η ομάδα των δεκαεννέα καμικάζι που αναγνωρίσθηκαν. Και το χειρότερο, τώρα μιλάμε για την επόμενη επίθεση με χημικά, βιολογικά όπλα. […]

»Και τώρα, ας δούμε ποιες είναι οι αξίες που κάνουν ξεχωριστό το Κοράνι. Αξίες; Τί να πούμε για το πέπλο που καλύπτει το πρόσωπο των γυναικών Μουσουλμάνων και τί να πούμε για την πολυγαμία και για την αρχή ότι οι γυναίκες μετράνε λιγότερο από τις καμήλες, ότι δεν πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο, δεν πρέπει να πηγαίνουν στον γιατρό, δεν πρέπει να φωτογραφίζονται, κλπ.; Και τί να πούμε για το αλκοόλ και την θανατική ποινή που επιβάλλουν σε όποιον πίνει; Και αυτά συμπεριλαμβάνονται στο Κοράνι και δεν μού φαίνονται τόσο δίκαια, αδελφικά, τόσο ειρηνικά.

»Ο καθένας σπίτι του κάνει αυτό που θέλει. Αλλά αν προτίθενται να επιβάλουν τα ίδια πράγματα και σε μένα και στο σπίτι μου… Και προτίθενται να τα επιβάλουν. Όντως, η συναλλαγή μαζί τους είναι αδύνατη. Η σκέψη από κοινού, αδιανόητη. Το να τούς συμπεριφέρεται κανείς με ανοχή ή επιείκεια ή ελπίδα, είναι αυτοκτονία. Και όποιος νομίζει το αντίθετο, αυταπατάται».

Το παραπάνω άρθρο, ως είθισται, είχε τότε δεχθεί τις απαραίτητες ύβρεις και τα γνωστά σχόλια από αυτούς που στην Ελλάδα χειροκροτούσαν (ναι, χειροκροτούσαν) την ισλαμική πανώλη. Αλλά δεν ενθυμούμεθα να είχε κανείς μηνύσει την Ιταλίδα δημοσιογράφο για ισλαμοφοβία. Αυτό έμελλε να συμβεί στην Ελλάδα με την Σώτη Τριανταφύλλου, τολμηρή συγγραφέα, που γνωρίζει ότι η γραφή είναι μέρος του «εγώ». Αυτό ακριβώς που το Ισλάμ θέλει να καταργήσει, σκορπώντας τον θάνατο.

 

 

 

Διαβάστε επίσης