Στις αρχές του 19ου αιώνα στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων στην Πάτρα, εκεί όπου αργότερα στεγάστηκε ο κινηματογράφος ΖΕΝΙΘ, υπήρχε ένα ονομαστό καφενείο. Το καφενείο στεγαζόταν σε μια παράγκα, ο οποία χωρούσε μόλις και μετά βίας πέντε τραπέζια, ενώ γύρω γύρω το μικρό καφενείο ήταν πνιγμένο στο πράσινο και κυρίως στις ακακίες, γεγονός που το καλοκαίρι, όταν απλώνονταν τα τραπεζάκια έξω, ήταν ένα ιδανικό μέρος για ερωτευμένους.
Το μεγάλο ατού του καταστήματος, για τα ζευγάρια που δεν είχαν ακόμη "δέσει", ήταν η δυνατότητα που παρείχε να κάθονται σε γειτονικά τραπέζια και να ανταλλάσσουν ματιές ή και ραβασάκια κάτι που έκανε την φήμη του να εκτοξευτεί ως σημείο αναφοράς για ασφαλή χτυποκάρδια, με τον τρόπο με τον οποίο θεωρούνταν τα πράγματα ασαφή, τότε στις αρχές του 19ου.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, ο Γουρούνας ήταν ψηλός και ευθυτενής αλλά είχε μια μεγάλη μελιτζανωτή μύτη που χαλούσε το όλο παράστημα.
Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά όμως που τον συνόδευαν ήταν αφενός το γεγονός ότι υπήρξε μεγάλος κρασοκανάτας αφετέρου το ότι ήταν μεγάλος τεμπέλης.
Τις περισσότερες ώρες όπως αναφέρει ο Νίκος Πολίτης, άφηνε την αδελφή του την Μαριγούλα στο καφενείο και αυτός τραβούσε γραμμή για το καπηλείο.
Είχε βεβαίως ένα καλό. Έπινε με μέτρο, τόσο όσο έφτανε για να μην μεθάει και όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι, τραγουδούσε ελαφρά τραγούδια από επιθεωρήσεις.
Το πιο αγαπημένο του ήταν το στιχάκι "το μαθα, τό μαθα δεν είναι ψέμα, τις νύχτες πώς βγαίνεις κρυφά ραντεβού. Στα Ψηλά Αλώνια θα σε περιμένω και αν δεν έρθεις θα τρελαθώ".
Ο Γουρούνας εγκατέλειψε το καφενείο στα 1914.
Το καφενείο του από τη εποχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και μετά εκμεταλλευόταν ο Δημήτρης Λαλιώτης γνωστός με το παρατσούκλι Κοντομήτσος λόγω του ύψους του. Ο Κοντομήτσος ήταν καλός καφετζής και καλοφαγάς.
Όταν του έλεγαν π.χ. ότι μια ταβέρνα είχε λαγό στιφάδο ή γαρδούμπα, τα παράταγε όλα και έτρεχε όποια ώρα και να ήταν, ενώ το καλύτερό του ήταν να βρίσκεται πάνω από την κατσαρόλα την ώρα που μαγευρεύεται ένα φαγητό και να απολαμβάνει την μυρωδιά πριν το κατασπαράξει.
Ήταν γενικά ήσυχος και υπομονετικός άνθρωπος και το μόνο που τον εκνεύριζε ήταν όσοι έπιαναν ένα τρπάζι όλη μέρα με ένα ποτό.
Για αυτούς είχε καρφώσει στον κορμό μιας ακακίας ταμπέλα η οποία σύμφωνα με τον Νεολόγο, στα 1918 μήνα Ιούλιο, ανέγραφε: "Σε τούτο το καφενείο όποιος θέλει να κάθεται περισσότερο από μισή ώρα να φέρνει καρέκλα απο το σπίτι του αλλιώς να παίρνει πόδι".
Το καφενείο του Γουρούνα έδωσε τη σκυτάλη στον κινηματογράφο Ζενίθ και λειτουργούσε επί πολλά χρόνια ως η καντίνα του κινηματογράφου.