Διαφορά εισοδήματος μεταξύ τεκμαρτού - πραγματικού και υπολογισμός φόρου που προκύπτει με παραδείγματα (φορολογικό έτος 2016)

του δημητρη μποκαρη, φοροτεχνικου

Σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΦΕ (Ν 4172/2013), η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού πραγματικού εισοδήματος, εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα είναι μεγαλύτερο του πραγματικού, προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα και φορολογείται σύμφωνα με τα ισχύοντα, κατά περίπτωση. Στην έννοια του τεκμαρτού εισοδήματος περιλαμβάνονται τόσο οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες (όπως προβλέπονται στο άρθρο 31), όσο και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (όπως προβλέπονται στο άρθρο 32).

 

Ως προς το πραγματικό εισόδημα, εκτός από τα εισοδήματα του τρέχοντος φορολογικού έτους που αναγράφονται στην δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη της και τα χρηματικά ποσά που αναλύονται στην παρ. 2 του άρθρου 34 (δηλ. απαλλασσόμενα του φόρου εισοδήματα, αυτοτελώς φορολογούμενα, ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ληφθέντα δάνεια ή γονικές παροχές, ανάλωση κεφαλαίου που έχει σχηματισθεί κατά τα προηγούμενα φορολογικά έτη κ.λπ.).

 

Αν τελικώς, το σύνολο του πραγματικού εισοδήματος μαζί με τα λοιπά χρηματικά ποσά  της παρ. 2 του άρθρου 34 (ως άνω), δεν καλύπτουν το τεκμαρτό εισόδημα, η διαφορά προσδιορίζεται από την Φορολογική Διοίκηση, κατά το ίδιο φορολογικό έτος και φορολογείται, κατά περίπτωση, ως εξής:

 

Α. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή συντάξεις, ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις, ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία, ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και με την προϋπόθεση ότι το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, η διαφορά  θα φορολογηθεί σύμφωνα με τα ισχύοντα για την φορολόγηση της μισθωτής εργασίας (δηλαδή βάσει των άρθρων 15 και 16 του ΚΦΕ).  

 

Β. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις, η διαφορά θα φορολογηθεί ως προερχόμενη από την επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή βάσει της παρ. 1 του άρθρου 29, οπότε δεν θα ωφεληθεί της μείωσης του φόρου του άρθρου 16 (ιδιότυπο αφορολόγητο ποσό).

 

Γ. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση, η διαφορά θα φορολογηθεί βάσει των προβλεπομένων στην παρ. 3 του άρθρου 29, οπότε πάλι με την κλίμακα του άρθρου 15, αλλά και με την ωφέλεια της μείωσης του φόρου του άρθρου 16 (ιδιότυπο αφορολόγητο ποσό).

 

Δ. Εφόσον ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, η διαφορά θα φορολογηθεί σύμφωνα με την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 15, λαμβάνοντας υπόψη και την μείωση του φόρου του άρθρου 16, δηλαδή ως εισόδημα προερχόμενο από μισθωτή εργασία.

 

Παράδειγμα: 

 

Έγγαμος φορολογούμενος, με εξαρτώμενο τέκνο, δεν δηλώνει εισοδήματα.

 

Έλαβε ωστόσο, ενιαίο επίδομα στήριξης  τέκνων (Α21) 480 ευρώ, το οποίο είναι αφορολόγητο (υποπαρ. ΙΑ2 , παρ. 7, Ν 4093/2012) και ασφαλώς, δύναται να καλύψει  τεκμήρια.

 

Διαθέτει ΙΧΕ αντικειμενικής δαπάνης 2.800 ευρώ.

 

Κατά την διάρκεια του 2016, αγόρασε δίτροχο αυτοκινούμενο όχημα αντί 500 ευρώ.

 

Το συνολικό τεκμαρτό του εισόδημα είναι:

 

                2.500,00 + 2.800,00 + 500,00 = 5.800,00 < 9.500,00 ευρώ

 

Συνεπώς, εντάσσεται στην Α περίπτωση, ως άνω, οπότε μετά την μείωση των τεκμηρίων από το επίδομα στήριξης, η διαφορά είναι:

 

                                   5.800,00 – 480,00 = 5.320,00 ευρώ

 

Το διαμέρισμα στο οποίο διαμένουν, ανήκει κατά κυριότητα στη σύζυγο και έχει αντικειμενική δαπάνη 2.600,00 ευρώ (65 τμ χ 40,00 ευρώ). 

 

Η σύζυγός του, κατά το φορολογικό έτος 2016 απέκτησε εισόδημα από μισθωτή εργασία 4.000 ευρώ.

 

Στα στοιχεία που απέστειλε στη βάση της ΓΓΠΣ ο εργοδότης, εμφανίζεται παρακρατηθείς φόρος μισθωτής εργασίας 275,80 ευρώ (αναλογών φόρος 280 ευρώ). Επίσης η σύζυγος δηλώνει εισόδημα από ακίνητη περιουσία 3.600 ευρώ (κατοικία), το οποίο μειώνεται κατά 5%, κατά την εκκαθάριση του φόρου (περ. α, παρ 3, άρθρο 39 ΚΦΕ), προκειμένου να προκύψει το φορολογητέο: 3.420,00 ευρώ.

 

Το τεκμαρτό εισόδημα της συζύγου είναι:

 

                                  2.500,00 + 2.600,00 = 5.100,00 ευρώ

 

Το πραγματικό της εισόδημα (προς κάλυψη τεκμηρίων) είναι:

 

                                   4.000,00 + 3.420,00 = 7.420,00 ευρώ

 

Υπό την έννοια αυτή, καλύπτει το δικό της τεκμαρτό (5.100,00) και το υπόλοιπο (7.420,00 – 5.100,00 = 2.320,00) θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του τεκμαρτού εισοδήματος του συζύγου.

 

Συνεπώς, η φορολογητέα διαφορά για τον σύζυγο είναι: 5.320,00 – 2.320,00 = 3.000,00, ποσό που θα φορολογηθεί ως προερχόμενο από μισθωτή εργασία (άρθρα 15 και 16 του ΚΦΕ), άρα θα προκύψει φόρος μηδέν (τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 16).

 

Ομοίως θα έχουμε και για την σύζυγο, αλλά μόνο σε ότι αφορά το εισόδημα από μισθωτή εργασία (δηλαδή, μηδέν φόρος).

 

Ωστόσο για το εισόδημα από ακίνητη περιουσία θα κληθεί να καταβάλει φόρο:

 

3.420,00 χ 15% = 513,00 ευρώ (αυτοτελής φορολόγηση), ποσό που όμως, θα συμψηφιστεί με τον αναλογούντα φόρο από την μισθωτή εργασία, ήτοι:

 

                               513,00 – 280,00 = 233,00 ευρώ για πληρωμή

 

Αναλόγως, θα ενεργήσουμε και στις λοιπές περιπτώσεις φορολόγησης της προκύπτουσας διαφοράς, λόγω τεκμηρίων.

Διαβάστε επίσης