Μία λαϊκή ρήση μάς λέει ότι «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Θα προσθέταμε ότι κινδυνεύει να σπάσει και το κεφάλι του. Από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 και μετά, βλέποντας σύσσωμο το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ να έρχεται πίσω του, ο κ. Αλέξης Τσίπρας θεώρησε ότι είχε σημάνει και η ώρα της ανόδου του στην εξουσία. Και επειδή,οπως δειχνουν τα γεγονοτα, δεν είχε μεγάλη υπομονή, εξάντλησε όλα τα μέσα που προσφέρουν ο λαϊκισμός και η δημαγωγία για να αναρριχηθεί στον πρωθυπουργικό θώκο.
Τα κατάφερε δε πολύ καλά, υποσχόμενος τα πάντα στους πάντες. Χωρίς, όμως, να γνωρίζει επαρκως τί σήμαινε άνοδος στην εξουσία σε μία χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και υπο μνημονιακη επιτηρηση. Ακόμα χειρότερα γι’ αυτόν, ο κ. Αλέξης Τσίπρας είχε πενιχρές οικονομικές γνώσεις, ήταν δέσμιος ιδεολογιών και προφανώς νόμιζε ότι η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με τσιτάτα.
Σε μία οικονομία ετσι που βρισκόταν στην εντατική και είχε απωλέσει το 25% του ακαθαρίστου προϊόντος της μεσα σε μία τετραετία, το κυβερνητικό δίδυμο που προέκυψε από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, νόμισε ότι μπορούσε να «παίξει τις κουμπάρες» με τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο –χώρες οι οποίες είχαν επιτρέψει στην Ελλάδα, με δάνεια πάνω από 270 δισεκατομμύρια ευρώ, να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία και άρα την πλήρη κατάρρευσή της.
Ετσι, μετά από 29 μήνες παραμονής στην εξουσία, η σημερινη κυβέρνηση πέτυχε τρία πράγματα: πρώτον, κοροϊδεύει τον εαυτό της και κατ’ επέκτασιν τον λαό, δεύτερον, σφραγίζει την διαρθρωτική κατάρρευση της χώρας και, τρίτον, οδήγει εκ νεου την Ελλάδα στην αποκαλούμενη «παγίδα του μέσου εισοδήματος».
Η τελευταία είναι ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Διότι, μία χώρα με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και χωρίς καμμία θέληση να τα διορθώσει, αν βρεθεί στην παγίδα του μεσαίου εισοδήματος μπορεί να χρειαστεί περισσότερα από 30 χρόνια για να ξεφύγει από αυτήν.
Κατά τον οικονομολόγο και διαχειριστή χαρτοφυλακίου αναπτυσσόμενων χωρών κ. Ρουσίρ Σάρμα, η Ελλάδα, με κινητήρια δύναμη την κατανάλωση και με συνδυασμό κοινοτικών επιδοτήσεων και δανεισμού, κατάφερε το 2002, από χώρα μεσαίου εισοδήματος, να γίνει μέλος των πλουσίων χωρών. Ωστόσο, δεν έλαβε κανένα μέτρο βελτιώσεως της παραγωγικότητάς της, δεν αναβάθμισε την αλυσσίδα αξίας της παραγωγής της, δεν έκανε τίποτα για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού της συστήματος και άφησε στην τύχη του το ανθρώπινο κεφάλαιό της. Οταν λοιπον το 2008 ξέσπασε η κρίση δανείων, η οποία ήταν απότοκος του μοντέλου που είχε ακολουθήσει η χώρα, αντί να δει κατάματα το πραγματικό πρόβλημα, προχώρησε σε ατελέσφορες οριζόντιες λύσεις που επιδείνωσαν την κατάσταση.
Επτά χρόνια έτσι από το πρώτο μνημόνιο και τη μερική διαγραφή χρέους, παρά την δραματική εσωτερική υποτίμηση και την λιτότητα που την συνοδεύει, η χώρα παραμένει μη ανταγωνιστική, γραφειοκρατική, ελάχιστα ελκυστική για επενδύσεις, διαθέτει δε ένα αναξιόπιστο σύστημα δικαιοσύνης το οποίο αφ’ εαυτό αποτελεί κορυφαίο επενδυτικό αντικίνητρο. Παράλληλα, στο μέτρο που η παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται και κάθε μέρα γίνεται εντονότερη η παρουσία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, που είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η Ελλάδα έχει τεράστιες απώλειες σε μορφωμένο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Όπως τονίστηκε, εξάλλου, σε πρόσφατη εκδήλωση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ) για την ψηφιακή εποχή, η χώρα είναι και ψηφιακος ουραγός στην Ευρώπη των 27 και δεν είναι ορατό πώς θα ξεπεράσει αυτή την θέση.
Δυστυχώς, η πραγματική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι τόσον αυτή του χρέους. Υπάρχουν πολιτικά και θεσμικά αίτια που κρατούν την χώρα δέσμια του μεσαίου εισοδήματος. Όσο λοιπόν τα αίτια αυτά δεν αίρονται, η χώρα θα βυθίζεται στον βάλτο που η ίδια δημιούργησε. Κατά συνέπεια, όσο ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι συνοδοιπόροι του θα χρησιμοποιούν τον μεγάλο κρατικό τομέα ως κορυφαίο εργαλείο για την ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική και την τακτοποίηση πολιτικών πελατών τους, η κατάσταση θα χειροτερεύει με επιταχυνόμενους πλέον ρυθμούς.
Η δε παγίδα του μεσαίου εισοδήματος θα εξελίσσεται σε «παγίδα Τσίπρα» –με ό,τι αυτό συνεπάγεται πλέον και για το πολιτικό μέλλον της χώρας.