Μετά τις απαραίτητες συστάσεις η συζήτηση μπήκε σε βάθος.
- Από πού είσαι, φιλαράκι; με ρώτησε.
- Καλαμάτα. Εσύ;
- Πύργος.
Παγώσαμε αμφότεροι. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο δυνατός συνδυασμός. Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει για ζώδια. Μια πιθανή απάντηση σε ένα τέτοιο υποθετικό ερώτημα του τύπου αέρας – φωτιά, θα σήμαινε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε. Μετά το πρώτο σοκ, εγκαταλείψαμε τις περαιτέρω φιλοσοφικές συζητήσεις και αρκεστήκαμε στον καιρό.
- Το πάει για βροχή.
- Ναι θα βρέξει, παπί θα γίνουμε.
Τότε ακούστηκε μπουμπουνητό. Οι ουρανοί άνοιξαν. Το τζάμι θόλωσε και έβαλα τους υαλοκαθαριστήρες στο φουλ.
- Βάλε να δουλέψει το καλοριφέρ, θα ξεθολώσει.
- Να ‘χαμε, του απάντησα εχέμυθα.
Με κοίταξε, έβγαλε ένα πακέτο χαρτομάντιλα και άρχισε να καθαρίζει το παρμπρίζ. Έκανε κυκλάκια. Ένα σε μένα και ένα σε αυτόν. Με την επιστροφή της θαμπάδας παρασύρθηκε. Ένα «Α» στη μέση του δικού του κύκλου, έγραψε σαν υπογραφή.
- Τι κάνεις εκεί, ρε, θα μας περάσουν για αναρχικούς.
Γέλασε. Σήκωσε πάλι το δάχτυλο και σχεδίασε δυο τρίχες. μια από εδώ και μια από την άλλη, δεξιά και αριστερά της κορυφής του γράμματος. Ο κύκλος έμοιαζε τώρα με κεφάλι κούκλας.
- Χαριτωμένη.
- Την ξέρεις;
- Ποια;
- Αυτήν. Μου έδειξε το σκιτσάκι. Είχε μετατρέψει την παυλίτσα του γράμματος σε ημικύκλιο. Το πρόσωπο χαμογελούσε.
- Πας καλά;
Κάτω από την χαμογελαστή μπαλίτσα έβαλε δυο ξαπλωμένα μισοφέγγαρα και χτύπησε ακριβώς στο κέντρο τους δυο καλές παρουσίες του δείχτη του.
- Εντάξει, είναι λίγο μικρότερα, απολογήθηκε.
Δεν σχολίασα. Έριχνε καρεκλοπόδαρα και το σασί υπέφερε στο δρόμο. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Ειδήσεις.
- Ο πατριώτης σου αποδείχθηκε άχρηστος.
- Γιατί, εσύ με ποιον είσαι;
- Με την Ελπίδα και μου έδειξε το σκίτσο. Ένωσε τα στήθη με το κεφάλι και τράβηξε κάμποσες επιπλέον γραμμές για μαλλιά. Το έκανε με τέτοια μαστοριά ώστε σε λίγο δύο πλεξούδες μόστραραν στο κεφάλι της μπάλας. Στην κάτω άκρη τους τοποθέτησε δύο τεράστιους φιόγκους.
- Είσαι καλλιτέχνης.
- Δεν βαριέσαι. Για να περνάει η ώρα.
Στο φανάρι η μηχανή φάνηκε ότι πάει να σβήσει. Πάτησα λίγο το γκάζι και μύρισε το αμάξι βενζίνη. Στο πράσινο ένα μαύρο σύννεφο έμεινε πίσω μας.
- Πρέπει να πάει για σέρβις,
- Όλος ο στόλος κινούμενες βόμβες, μου είπε με περίσκεψη.
Είχε δίκιο. Πού λεφτά για τα απαραίτητα. Άντε κανένα λάδι και αυτό σπάνια. Για τα υπόλοιπα, τον σταυρό μας. Αυτός έκανε χέρια στην κούκλα και κάτω από τα στήθη μια νέα μεγαλύτερη μπάλα.
- Είναι έγκυος;
- Όχι, παχουλή όπως και οι προσδοκίες μας….
Έκανε λίγο πίσω, την χάζεψε και ύστερα έγειρε μπροστά και πίεσε ακροθιγώς λίγο πάνω από το κάτω ημισφαίριο. Αφαλός.
- Ξαναμμένο σε βλέπω.
Ένα σκυλί πήγε να περάσει απέναντι. Πάτησα κόρνα. Σκιάχτηκε. Ευτυχώς δεν είχαμε θύματα. Αυτός ατάραχος τράβαγε τσίνορα στα πλάγια των ματιών και πόδια όσο τον έπαιρνε το τζάμι. Σκίτσαρε τριγωνάκι στη φύση της και την έντυσε.
- Τόπλες και στην παραλία.
- Έτσι είναι η Ελπίδα. Πάντα καλοκαιρινή.
Ανάβω τα φώτα ομίχλης. Πάμε σιγά και με φόβο. Λακκούβες παντού. Ανακοινώνονται τα πρώτα μέτρα της νέας κυβέρνησης. Αυτός τραβάει γωνίες πάνω από το κεφάλι της κούκλας.
- Χελιδόνια, μου λέει γελώντας.
Δεν έχει άδικο. Τα πράματα δείχνουν πως θα έρθουν νωρίτερα. Ακούω τις αντιδράσεις των ξένων. Έχουν σοκαριστεί. Χωρίς γραβάτα στην σύνοδο; Ο διπλανός μου τραβάει μια οριζόντια γραμμή και βάζει καραβάκι στην θάλασσα. Δίπλα ακριβώς από το αριστερό της χέρι πετιέται ένας όμορφος φοίνικας. Περιμένω την μαϊμού μα αναγκάζομαι να επιστρέψω στο δρόμο. Ξελαμπικάρω τον δικό μου κύκλο και συνεχίζω πορεία. Αυτός έχει αρχίσει να απλώνει κουβαδάκια, σωσίβια και μια πετσέτα στην άμμο. Ο δημοσιογράφος αρχίζει τα σχόλια. Επιτομή του φόβου. Μια αστραπή κόβει τη σύνδεση. Γλυτώσαμε. Γυρίζω σταθμό.
- Καλύτερα, μου λέει.
Ακούμε μουσική και κάνει σαν να παίζει βιολί με τα δάχτυλά του.
- Ξέρεις;
- Δούλευα χρόνια σε ορχήστρα.
Λίγο πριν την στροφή κάνουμε δεξιά και σταματάμε μπροστά στο μαγαζί. Ανοίγω την πόρτα, κατεβαίνω και τον κοιτώ. Ο μαγαζάτορας μας δείχνει την αποθήκη.
- Άντε, μεγάλε, σειρά σου, του λέω.
Μετά το ξεφόρτωμα μπήκε ασπρισμένος από το αλεύρι στο αμάξι. Όσο και να τιναχτείς, κάτι μένει. Κοίταξα την ώρα. Προλαβαίναμε. Ξανά πίσω και μετά καινούργιο δρομολόγιο.
- Λες να πληρωθούμε απόψε;
- Μπα, τέλος του μήνα και αν…
- Τι έγινε η κούκλα;
- Η Ελπίδα; Μην ανησυχείς, θα ξαναζωντανέψει με τις ανάσες μας.
Η Ελπίδα
του δημητρη γ. μαγριπλη , διηγηματογραφου
08|05|2017 | 18:39
Πολιτισμός