Η έκπληξη που με περίμενε προχθές βράδυ στην πλατεία Όλγας

η παρέα η τεράστια, η τόσο φρέσκια, η τόσο παρήγορη που το ξενύχτησε

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Παραμονή Πρωτομαγιάς στην Πάτρα, σε μια διαδρομή σχεδόν προδιαγεγραμμένη, δια του εορταστικού πρωτοκόλλου, κάτι μεταξύ απίστευτης ποσότητας  γύρης, χορευτικών και ομιλιών που παντρεύουν τη γιορτή με τον αγώνα, παρά το γεγονός ότι η πρώτη νικά πάντα σε μαζικότητα και την επομένη ο αγώνας περιμένει ματαίως τους εκδρομείς στο καθιερωμένο ραντεβού του.

Μπορεί  κάτι από όλα αυτά να σε εκπλήξει; Θα έλεγε κανείς με βεβαιότητα πώς όχι. Άν δεν είχε βεβαίως τύχει να περάσει από την πλατεία Όλγας το βράδυ της παραμονής και να κάνει το συνειρμό μεταξύ του θεάματος που προσέφερε και του νέου ονόματός της περί Εθνικής Αντιστάσεως.

Η αντίσταση σε αυτή την πλατεία, έχει κατά καιρούς δεχθεί ποικίλλες αναγνώσεις, από τις πορείες και τις κορώνες ιεροψαλτών του συνδικαλισμού, έως τις ολονυκτίες των αναρχικών και τις εικαστικές παρεμβάσεις σε παγκάκια και αγάλματα.

Προχθές γίναμε μάρτυρες μιας άλλου τύπου αντίστασης, την οποία δεν είχαμε φανταστεί, όσοι εξ ημών έχουμε μοιραία απωλέσει την επαφή με την νεολαία, ή μάλλον την έχουμε ταυτίσει με ατελείωτες βόλτες στην οδό Ηφαίστου και θερινές ολονυκτίες στα μαγαζιά της παραλιακής, κάτι ανάμεσα σε ανεμελιά και πρώιμη γήρανση.

Το θέαμα που με «άρπαξε» από μάτια και αυτιά ήταν κυκλικό. Μια ορχήστρα υπαίθρια και εκατοντάδες νέα παιδιά, από αυτά τα ωραία με τα μοδάτα  μούσια, τα στεφάνια του μήνα στο κεφάλι και την άνοιξη αδιαπραγμάτευτο άσσο στο ηλικιακό τους μανίκι, να χορεύουν σε τρεις τεράστιους κύκλους Ικαριώτικο, φέρνοντας πάνω στην πλατεία τους παφλασμούς των κυμάτων, και τον αέρα μιας χώρας ταξιδιάρας και  ανήσυχης.

Τα βήματα απόλυτα εναρμονισμένα και η ψυχή εκεί παρούσα, με όλη της τη θέρμη, σε ένα θέαμα που σε αφόπλιζε καθώς καθόλου δεν είχε περάσει από το μυαλό σου ότι ο τυπάκος με το σακίδιο στην πλάτη και το ύφος «τα βαρέθηκα όλα πριν τα ζήσω», θα έμπαινε με τέτοιο πάθος σε ένα χορό τραβηγμένο από το αρχείο της παράδοσης  και θα τον βίωνε, θα τον έκανε κτήμα του, όπως κάνει κανείς κτήμα ένα κομμάτι πατρίδας.

Και μετά τον ικαριώτικο, ένας τσάμικος, ένας μπάλος και έπειτα ένας καλαματιανός και όλοι γύρω σε κύκλους στους οποίους μπορούσες να διακρίνεις, κορίτσια με περίεργα κοκαλάκια και πολύχρωμες μπαντάνες στα μαλλιά, αγόρια με «κρεμασμένα» πουκάμισα στους γοφούς και ένα πείσμα, μια επιμονή σαν βαθιά γνώση ότι κάπου εκεί μέσα, σε αυτούς τους ρυθμούς κρύβεται μια ρίζα που τραβάει ακόμη νερό  σε περιόδους  εθνικής ξηρασίας.

Αυτή η παρέα  η τεράστια, η τόσο φρέσκια, η τόσο παρήγορη που το ξενύχτησε στην πλατεία, ήταν οι Πολιτιστικές Ομάδες του Πανεπιστημίου της πόλης.  Αυτοί οι τόσο ωραίοι φοιτητές σε έκαναν με άνεση να υπογράφεις τη βεβαιότητα της κοπέλας που παρατηρούσε δίπλα μου και κάποια στιγμή διαπίστωσε : «Δεν καταλαβαίνει Χριστό αυτή η χώρα ρε φίλε»