Μια από τις πιο «τοξικές» πολιτικές κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν κατά του Γιώργου Παπανδρέου και ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στο σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό ήταν ότι «έβαλε τη χώρα στο ΔΝΤ». Η «τοξική» κατηγορία «ντύθηκε» με απίστευτες και ανάξιες σχολιασμού θεωρίες συνωμοσίας, που εξακολουθούν να δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή της χώρας.
Δυστυχώς για όσους εκ των σημερινών κυβερνώντων εκτόξευσαν στο παρελθόν τέτοιες κατηγορίες ή πρωτοστάτησαν στην παραγωγή θεωριών συνωμοσίας, για να στιγματίσουν ένα πρωθυπουργό που «μάτωσε» πολιτικά ώστε να δημιουργηθεί από το μηδέν ένας διεθνής μηχανισμός διάσωσης της Ελλάδας από το χάος μιας ασύντακτης χρεοκοπίας, που η καραμανλική πενταετία προκάλεσε, μιας και η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να την προκαλέσει μέσα σε δύο μήνες, η αλήθεια των γεγονότων αποδεικνύεται ισχυρότερη από τις φαντασιώσεις τους.
Επτά χρόνια μετά το πρώτο αναγκαστικό δάνειο, που λάβαμε γιατί δεν μας δάνειζαν τότε οι αγορές, αποδεικνύεται περίτρανα ότι δεν άνοιξε ένας Έλληνας πρωθυπουργός την κερκόπορτα για να μπει στην Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αλλά είναι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας που, για διάφορους λόγους, επέβαλαν την παρουσία του Ταμείου αρχικά στην Ελλάδα και, ακολούθως, στις υπόλοιπες χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα διάσωσης.
Την επέβαλαν, όμως, και στη θεσμική αρχιτεκτονική των μηχανισμών σταθεροποίησης προβληματικών οικονομιών της ευρωζώνης (ας μην ξεχνάμε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στα προγράμματα σταθεροποίησης προβλέπεται και στο καταστατικό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας).
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ερμηνείες και παρερμηνείες ακόμη και από τους πιο επιδέξιους προπαγανδιστές:
- Όταν ο πρωθυπουργός διαπραγματεύθηκε το 3ο αναγκαστικό δάνειο με τους ηγέτες της ευρωζώνης, ίσως να πίστεψε ότι, επειδή συμφώνησε ένα πρόγραμμα δανεισμού από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, είχε πετύχει να «ξεφορτωθεί» το Ταμείο, παρότι η ίδια η συμφωνία που υπέγραψε όριζε ως υποχρέωση της Ελλάδας να συμφωνήσει ένα νέο πρόγραμμα και με το ΔΝΤ.Από τότε, καλλιεργείται συστηματικά άλλη μια -από τις πολλές- αυταπάτες των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: ότι, δήθεν, αν εφαρμόζονταν όσα προέβλεπε η αρχική συμφωνία με τους Ευρωπαίους, το Ταμείο θα περιοριζόταν σε ένα ρόλο δύστροπου τεχνικού συμβούλου, τον οποίο ουδείς λαμβάνει σοβαρά υπόψη και δεν θα χρειαζόταν να διαπραγματευθεί η κυβέρνηση μαζί του για ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης. Θα αγγίζαμε, με άλλα λόγια, το «όνειρο»: άφθονη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, με «χαλαρή» επιτήρηση από τη «φιλική» Ευρωπαϊκή Επιτροπή
- Στις 20 Φεβρουαρίου, αυτές οι θεωρίες πέρασαν στο ίδιο... χρονοντούλαπο ιδεών, όπου έχουν βρεθεί προ πολλού άλλες μεγάλες αυταπάτες των κομμάτων που συγκυβερνούν. Όπως κι αν προσπάθησε η κυβέρνηση να «πακετάρει» προπαγανδιστικά τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup, η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά, σε εκείνη τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, η ελληνική πλευρά δέχθηκε να νομοθετήσει προκαταβολικά μέτρα για το 2019 (μετά το τέλος του ευρωπαϊκού προγράμματος), ώστε να καταστεί δυνατό να συμφωνηθεί ένα νέο, τριετές πρόγραμμα με το Ταμείο.
- Από την ημέρα που άρχισαν στην Αθήνα οι τεχνικές συνομιλίες με τους επικεφαλής των Θεσμών επιβεβαιώθηκε περίτρανα η παραπάνω διαπίστωση. Η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι δεν διαπραγματεύεται, πλέον, με ένα «κουαρτέτο» Θεσμών, όπου τον πρώτο λόγο έχει η Κομισιόν, αλλά μόνο με το ΔΝΤ. Οι εκπρόσωποι του οποίου στην πραγματικότητα ήλθαν στην Αθήνα όχι για να διαπραγματευθούν, αλλά για να επιβάλουν το σχέδιο τεχνικής συμφωνίας που ήδη είχαν συντάξει, ίσως με ορισμένες οριακές διαφοροποιήσεις. Έκπληκτοι (;) κάποιοι υπουργοί έλεγαν σε δημοσιογράφους πως το Ταμείο δεν ακούει τα ελληνικά επιχειρήματα για τα δημοσιονομικά, ή ότι τα στελέχη του δηλώνουν ευθαρσώς πως στην Ελλάδα δεν έχει ισχύ το κοινοτικό κεκτημένο για τις εργασιακές σχέσεις, επειδή βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς μνημονίου. Οι δε Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές αρκούνται να διαλύουν και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις: «Κάποιοι ονειρεύονται πρόγραμμα χωρίς το ΔΝΤ. Εάν φύγει το ΔΝΤ, δεν θα υπάρχει πλέον αυτό το πρόγραμμα και θα θέλουμε νέο πρόγραμμα το φθινόπωρο», δήλωσε στο Φόρουμ των Δελφών ο επικεφαλής του Euro Working Group, Τόμας Βίζερ.
Κάπως έτσι, οι κυβερνώντες στο ΔΝΤ φαίνεται να έχουν ήδη συμβιβασθεί επί της αρχής με τη συνέχιση της παρουσίας του Ταμείου στην Ελλάδα και τώρα αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τι είχαν να αντιμετωπίσουν προηγούμενες κυβερνήσεις, με πρώτη την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 2010, όταν συνομιλούσαν με τους άκαμπτους τεχνοκράτες του Ταμείου για τις λεπτομέρειες ενός προγράμματος.
Θα ήταν ωφέλιμο για την αποκατάσταση ενός ομαλού περιβάλλοντος στην πολιτική ζωή της χώρας να παραδεχθούν οι σημερινοί κυβερνώντες ότι έκαναν λάθος, ή ότι έτρεφαν αυταπάτες, όταν εκτόξευαν τόνους άκομψων χαρακτηρισμών και ύβρεων κατά του Γιώργου Παπανδρέου. Να αναγνωρίσουν, επιτέλους, το αυτονόητο: ότι το Ταμείο έφεραν στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη οι ισχυρές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι ίδιες που επέβαλαν την παρουσία του και στη σημερινή κυβέρνηση.
Αυτό θα ήταν μια αρχή και για να απελευθερωθεί η πολιτική συζήτηση από τα δεσμά της συνομωσιολογίας και των εύκολων αναθεμάτων, που αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από την ορθολογική αξιολόγηση των γεγονότων και τους μετατρέπουν σε πρόθυμους «πελάτες» των πιο σκοτεινών μορφών πολιτικού λαϊκισμού.
Τώρα που έχουν διαλυθεί ουκ ολίγες αυταπάτες, αρχής γενομένης από τα Ζάππεια ως την αυταπάτη του «σκισίματος του μνημονίου με ένα νόμο», είναι καιρός να διαλυθούν και οι αυταπάτες για το ρόλο του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Θα ήταν μάλιστα δείγμα υψηλού πολιτικού πολιτισμού αν εκείνοι που με τόση ευκολία τότε σπίλωναν τον Γ. Παπανδρέου για να γίνουν πρωθυπουργοί. αναγνώριζαν δημόσια το λάθος τους...
*O Μιχάλης Καρχιμάκης είναι πρώην υπουργός, στελέχος του «Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών», υποψήφιος βουλευτής στην Β’ Αθηνών