"Οι άνθρωποι είναι άλλη ιστορία, κατάλαβες φιλενάδα;"

Ήτανε ποτάμι η Αγαθή, από αυτά που σε παίρνουνε μαζί τους και σε πάνε...

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Είχα να τη δω καιρό την Αγαθή. Για την ακρίβεια χρόνια. Και εξαιτίας αυτής της απόστασης, ήταν για μένα πολύ εύκολο να επανεπιβεβαιώσω ευθύς αμέσως το μεγάλο της ταλέντο. Η Αγαθή Σιαμπάνη, είχε ένα μοναδικό τρόπο να μηδενίζει το χρόνο και να εγκαθιστά την απόλυτη οικειότητα, εκεί όπου κανείς θα υποπτευόταν ότι μπορεί να βρει λογικά κενά και τυπική αμηχανία.

Ήτανε ποτάμι η Αγαθή, από αυτά που σε παίρνουνε μαζί τους και σε πάνε... Δεν θα μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει άλλη δουλειά και δεν θα μπορούσα να φανταστώ τα μαγαζιά της χωρίς αυτήν την τόσο εκρηκτική, δια του ανεπιτήδευτου, προσωπικότητα που έβαλε τη σφραγίδα της στο χώρο της εστίασης και της αναψυχής και αναχώρησε αφήνοντας σε όσους την γνώρισαν, και ήταν πάρα, μα πάρα πολλοί, την αίσθηση ότι έφυγε ένας δικός τους άνθρωπος, από αυτούς που έπαιρναν το αλάτι και το πιπέρι και νοστίμιζαν τις μέρες, που όριζαν με τον τρόπο τους αυτό που λέμε άνθρωπος δοτικός και κοντινός σου.

Η Αγαθή Σιαμπάνη με υποδέχθηκε πριν από περίπου τρεις μήνες στο μαγαζί της Ρήγα Φεραίου, με το κεφάλι της ξέσπεπο από τις θεραπείες και ένα διάπλατο χαμόγελο που κάλυπτε όλα όσα είχε καταβάλλει προσπάθεια να αφαιρέσει η αρρώστια από έναν τόσο πληθωρικό άνθρωπο που θα μπορούσε να κάνει θόρυβο ακόμη και με το μισό από το ταμπεραμέντο του.

Της είχα ζητήσει ραντεβού στο πλαίσιο ενός βιβλίου για την εστίαση στον 20ο αιώνα, προκειμένου να μου μιλήσει για το Beau Rivage, το μαγαζί που ταυτίστηκε μαζί της όπως ταυτίζεται μια πλατεία με μια γειτονιά, ένας δρόμος με το όνομα του.

Δεν μου πήρε πάνω από λεπτό να ξαναπιάσω μαζί της το νήμα και να βρεθούμε να πίνουμε τσίπουρα σε μια κουβέντα διανθισμένη από τις ωραίες βωμολοχίες, ίδιον ενός έξυπνου και ακομπλεξάριστου ανθρώπου από την εποχή του πρωτοπόρου Αριστοφάνη. 

Κάπνιζε. Άναβε, είπε,  12 με 15 τσιγάρα τη μέρα. Ακολούθως έκανε τις συστάσεις της περιπέτειας.

«Καρκίνος στο στήθος» ανακοίνωσε για όσα είχαν μεσολαβήσει και είχα χάσει. Μου μίλησε για το όγκο που έπιασε τυχαία, για το χειρουργείο που έγινε δέκα μέρες μετά την διαπίστωση της νόσου, τις ωραίες πλάκες με το γιατρό και μου τράβηξε με ειλικρινή έγνοια  το αυτί που αντί να έχω σχέση με τη λέξη πρόληψη, έχω εναγκαλιστεί με την αμέλεια.

«Και καπνίζεις;» τη ρωτάω. Άν είναι να σε βρει, θα σε βρει» μου λέει. «Θα μπω εγώ σε μια γυάλα για να γλιτώσω έξι ή δώδεκα μήνες;».

Το ερώτημα δεν περίμενε απάντηση. Η Αγαθή δεν ήταν από αυτούς που μπαίνουνε σε γυάλα.

Η ζωή της είχε δύο χρόνους. Ο πρώτος ήταν αυτός της δημιουργίας, της επικοινωνίας, του επαγγελματικού καλπασμού. «Εγώ δούλευα στα μαγαζιά μας επειδή μου άρεσε αυτή η δουλειά. Μου άρεσαν οι άνθρωποι» μου είπε. Ήταν η εποχή του λαμπερού κόκκινου, τότε που το Beau Rivage έκανε σχολή στην εστίαση και την αναψυχή, με υψηλά αισθητικά στάνταρτς και ανατρεπτικό σέρβις, αλλάζοντας τη νύχτα στην Πάτρα.

Η Αγαθή ήταν πάντα επί της υποδοχής. Πήγαινες ξέροντας ότι θα την βρεις και ότι ακόμη και αν είσαι μονάχος, θα καταλήξεις να ανταλλάσσεις ωραίες ατάκες σε πνευματώδη τόνο με έναν άνθρωπο που σε κοιτάζει και σε βλέπει, σε ακούει και καταλαβαίνει τι του λες.

«Ευχαριστώ τους Πατρινούς που πάντα με υποστηρίξανε,  δεν με άφησαν ποτέ μετέωρη. Δεν ξέρω αν αυτό που έχω νιώσει εγώ με την Πάτρα το έχει νιώσει άλλος επαγγελματίας. Είμαι ευγνώμων, βαθιά ευγνώμων για αυτό» είπε καθώς άναβε άλλο ένα  και άρχισα να υποπτεύομαι ότι δεν είναι μόνο 12 τα ημερήσια τσιγάρα.

Ο άλλος χρόνος, ήταν η ζωή μετά το θάνατο του γιου της του Ανδρέα, τον Απρίλιο του 1999. Τότε το ρολόι γύρισε ανάποδα. «Δεν μαζεύεται αυτό. Εγκατέλειψα τελείως τον εαυτό μου μετά τον Ανδρέα. Δεν μπόρεσα να ξαναπατήσω στο Λόγγο όπου δούλευε κυρίως αυτός. Πήγα μόνο μια φορά και νόμιζα ότι από κάπου θα τον δω...».

Την ρώτησα τι είναι αυτό που έχει αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια από την επαφή της με τον κόσμο. Μου κράτησε το χέρι, έσκυψε λίγο μπροστά στο σκαμπό σαν να πρόκειται να μου εκμυστηρευτεί  ένα μυστικό και μου είπε «εγώ είχα επενδύσει στους ανθρώπους, για αυτό δεν με εγαταλείψανε ποτέ. Γιατί ήξερα ότι το χρήμα έρχεται και παρέρχεται. Οι άνθρωποι είναι άλλη ιστορία, κατάλαβες φιλενάδα;»

Δεν θα μπορούσα να μην το έχω καταλάβει.

Δώσαμε ραντεβού λίγες ημέρες μετά για να πάρω παλιές φωτογραφίες από το μαγαζί. Κανονίσαμε να τα ξαναπούμε.

Χθες το βράδυ ήρθε inbox την ώρα της βάρδιάς μου η πληροφορία: «Άκουσα ότι πέθανε η Αγαθή η Σιαμπάνη» μου έγραφε ο Απόστολος Βουλδής.

Δεν το πίστεψα. Πήρα στο τηλέφωνό της και τη ζήτησα. Ήμουν σίγουρη ότι θα το σηκώσει.  Δεν ήταν εκεί για να μου απαντήσει.

Άλλος ένας ωραίος άνθρωπος είχε παραδώσει τα κλειδιά, ίσως λίγο νωρίτερα από ό,τι μπορούσε, αρνούμενος να μπει στη γυάλα.

Μέσα σε λίγα λεπτά το fb «βομβαρδίστηκε» από θλίψη, φωτογραφίες και ατελείωτα μηνύματα αγάπης για την Αγαθή.

Μου ήρθε τότε ξανά στο νου εκείνη η τελευταία της ατάκα.  «Εγώ επένδυσα στον άνθρωπο. Οι άνθρωποι είναι άλλη ιστορία, κατάλαβες φιλενάδα;»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ