Με λάθος στόχευση για ακόμα μία φορά, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να διαπραγματεύεται με βασικό άξονα πιθανή επιτυχή ένταξη στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ.
Ένα πρόγραμμα που θα ωφελούσε σημαντικά τη ρευστότητα των τραπεζών –κατ’ επέκταση τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν– αν πετύχαινε η χώρα να ενταχθεί πριν από ένα χρόνο.
Στην παρούσα φάση όμως, έστω και αν αυτό καταστεί εφικτό εντός του Μαΐου, το όφελος θα είναι περισσότερο σημειολογικό, κυρίως με επικοινωνιακή στόχευση.
Προφανώς δεν μπορεί κανείς να εντάξει στο πλαίσιο μιας γενικής ανάλυσης της κατάστασης την προοπτική εκ της «διαπραγμάτευσης» να προκύψει αναγκαστική περικοπή συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου, μεταξύ άλλων.
Δεν πρέπει να αποτελεί στοιχείο ανάλυσης, καθώς για έναν ακόμα λάθος λόγο η κυβέρνηση ενδίδει άνευ στόχευσης στα μέτρα αυτά, προσδοκώντας στην υλοποίηση της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση.
Σε ένα άλλο καθοριστικό επίπεδο όμως, πρέπει η οικονομία επιτέλους να εκκινήσει με ένα υγιές τραπεζικό σύστημα.
Κάθε καθυστέρηση, με δεδομένη τη διετή αδράνεια στον τομέα αυτό, μας απομακρύνει από τον στόχο.
Όχι επειδή αυτό προκύπτει με δηλώσεις παραγόντων και πολιτικών. Απλούστατα, γιατί με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός στη Γερμανία έφθασε σε υψηλά 4 ετών, στο 2,2%, η ολοκλήρωση του προγράμματος QE είναι προ των πυλών, τοποθετούμενη στο τέλος του 2017.
Εξέλιξη που ενισχύει την άποψη πως επί της ουσίας χάθηκε ο «παραγωγικός» χρόνος για την αποτελεσματική ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αυτό.
Το μόνο ουσιαστικό όφελος θα ήταν η υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε περίπτωση εξόδου στις αγορές.
Όμως, καθώς η προοπτική αυτή δεν υφίσταται για το 2017, είναι ουτοπικό η διαπραγματευτική στόχευση να αναδεικνύει μόνον βραχυπρόθεσμα επικοινωνιακού επιπέδου κινήσεις, οι οποίες, όμως, σε κανένα βαθμό δεν στηρίζουν την οικονομία.
Η ανάταξη του βασικού «εργαλείου» της οικονομίας –των τραπεζών– έχει επί της ουσίας τοποθετηθεί εδώ και δύο χρόνια σε δεύτερη μοίρα, καθώς εντάσσοντας τη συλλογιστική μας στο πλαίσιο απεμπλοκής των τραπεζών από τα «κόκκινα δάνεια» και τη γενικότερη εξυγίανση, δεν μπορεί να μην επισημανθεί το γεγονός πως αρχής γενομένης από τον «κώδικα δεοντολογίας», τη νομοθέτηση των εταιριών διαχείρισης, τον «νόμο Δένδια» και τη σημερινή διαβούλευση για τον «εξωδικαστικό συμβιβασμό», όλες οι ενέργειες είναι «ασυμβίβαστες» με την επιτυχία του εγχειρήματος.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό πως απέχουν πολύ οι τράπεζες από το να χρειάζονται μόνον την έγκριση ενός ατελούς και άνευ ουσιαστικής βαρύτητας σχεδίου νόμου για να ενταχθούν σε λειτουργικούς ρυθμούς ικανούς να στηρίξουν την ανάταξη της οικονομίας.
Ειδικά όταν η κυβέρνηση θέτει ανεξήγητα εμπόδια στον συνολικό διακανονισμό οφειλών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων προς το Δημόσιο, ενώ η τρόικα τοποθετεί ως επίπεδο ένταξης επιχειρήσεις με οφειλές άνω των 50.000 ευρώ.
Η δε αναζήτηση «αναπτυξιακών» κονδυλίων από την Παγκόσμια Τράπεζα το μόνο που καταδεικνύει για ακόμα μία φορά είναι η έλλειψη εθνικού σχεδιασμού, οράματος και αδυναμίας διαμόρφωσης αναπτυξιακής ατζέντας.
Δυστυχώς, οι λάθος επιλογές και οι στρεβλώσεις, οι οποίες εντείνονται λόγω της αδυναμίας επίλυσης των προβλημάτων των τραπεζών, συνθέτουν ένα τοξικό πλαίσιο στο οικονομικό περιβάλλον, χωρίς να αποκλείεται μία νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είτε εν μέσω «διαπραγμάτευσης» είτε κατά τη διάρκεια των stress tests της ΕΚΤ στις αρχές του 2018… Και το μέλλον συνεχίζει να είναι αβέβαιο.