Ο τίτλος του άρθρου, δανεισμένος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη το 1960, αποσκοπεί να επαναφέρει στο προσκήνιο το Αθηναϊκό Ζήτημα.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους δεν διατυπώνεται πολεοδομικό όραμα για την Πρωτεύουσα. Ακόμη και στην Κατοχή, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης σχεδίαζε την μεταπολεμική Αθήνα. Ακολούθησαν τα σχέδια και οι παρεμβάσεις της καραμανλικής οκταετίας, καθώς και οι εργώδεις προσπάθειες της Μεταπολίτευσης υπό τον Στέφανο Μάνο. Οι ουτοπικοί, έστω, σχεδιασμοί του Αντώνη Τρίτση δήλωναν κάποια συναίσθηση για τη σημασία της πόλης. Το υφιστάμενο κενό οράματος μόνον με την περίοδο της Δικτατορίας παραλληλίζεται. Και όμως, η Αθήνα χρειάζεται, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, να συνειδητοποιήσει ποιες δυνάμεις τής ασκούνται και να σχεδιάσει το μέλλον της. Εξίσου επιτακτικά, η Ελλάδα χρειάζεται να αναγνωρίσει την Πρωτεύουσα ως αντανάκλαση των ευρύτερων αντιφάσεων της χώρας.
Η Αθήνα της δεκαετίας του 1960 υπήρξε μια γοητευτική και λειτουργική πόλη. Παρά τα αυθαίρετα, την “τσιμεντοποίηση” και την καταστροφή της αρχιτεκτονικής κληρονομίας, η Αθήνα διέθετε γεωγραφική και κοινωνική συνοχή την οποία αντανακλούσε το αστικό τοπίο. Εξελίξεις, όπως η αποσταθεροποιητική εισβολή του ιδιωτικού αυτοκινήτου, επέβαλαν σημαντικές προσαρμογές, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχείς. Όμως, η συνοχή της πόλης διατηρήθηκε.
Η μεταπολεμική Αθήνα προσέφερε δυνατότητες για οικονομική και κοινωνική κινητικότητα και εξασφάλιζε ένα ικανοποιητικό πλαίσιο συμβίωσης και αλληλεγγύης: μια συνεκτική πόλη φιλοξενούσε μιαν αισιόδοξη κοινωνία.
Σήμερα διαμορφώνεται μια κατάσταση άσχετη με τα παλαιά διακυβεύματα. Πόλεις με διεθνή πολιτισμική αίγλη, ανάμεσα στις οποίες η Αθήνα ιστορικά κατέχει εξέχουσα θέση, εκτίθενται στις δυνάμεις της Παγκοσμιοποίησης. Η εξέλιξη αυτή δεν αντιμετωπίζεται δημιουργικά, όπως επιχειρείται στη Θεσσαλονίκη, αλλά με παθητικότητα. Είτε πρόκειται για τα ολυμπιακά έργα είτε για την αξιοποίηση της αρχαιολογικής κληρονομίας, οι πολιτικές επιλογές γίνονται ερήμην της λειτουργίας και του συνεκτικού ιστού της πόλης, με άγνοια ως προς τα νέα διακυβεύματα.
Υπό την πίεση των διεθνών ανακατατάξεων, η Πρωτεύουσα διασπάται σε γειτονιές με διαφορετικό επίπεδο και χαρακτήρα. Ορισμένες καταλαμβάνονται από μια εύπορη κοσμοπολιτική πελατεία, γηγενή ή μη· άλλες εγκαταλείπονται στην παρακμή, στη γκετοποίηση, στην ανομία. Οι πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές παραμβάσεις στις περίοπτες περιοχές, σε συνδυασμό με τις συνέπειες από την φορολογική πολιτική για τα ακίνητα, επιταχύνουν τις αποκλίνουσες τάσεις.
Η οικονομική κρίση λειτουργεί ως μετάβαση από την παλαιά στη νέα εποχή. Η πτώση στις τιμές των ακινήτων καθιστά όσες γειτονιές διαθέτουν ισχυρά πλεονεκτήματα, επί παραδείγματι εγγύτητα με την Ακρόπολη ή τη θάλασσα, ευάλωτες σε μεγάλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Ταυτοχρόνως, η αδυναμία να συντηρηθεί ο οικοδομικός πλούτος σε λιγότερο ελκυστικές περιοχές επιταχύνει τη γκετοποίηση. Η χρονική σύμπτωση της κρίσης με τη γήρανση των πολυκατοικιών, όταν δηλαδή επιβάλλεται μια ριζική ανακαίνιση, επιδεινώνει το πρόβλημα.
Με προοπτική δύο-τριών δεκαετιών, διαγράφεται ένας ριζικός μετασχηματισμός της Αθήνας. Η ενιαία πόλη κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα μωσαϊκό από ημι-αυτόνομες περιοχές, μερικές από τις οποίες θα ενσωματωθούν στα παγκόσμια κοσμοπολιτικά δίκτυα, ενώ άλλες θα εξελιχθούν σε εδάφη εξαθλίωσης και άναρχης εγκατάστασης μεταναστών. Θα υφίστανται, δηλαδή, δύο Αθήνες, με αμοιβαίως εστραμμένα τα νώτα: η πρώτη συνδεδεμένη με το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη· η δεύτερη εσωστρεφής ή συνδεδεμένη με το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Η “βαλκανοποίηση” της τέως ενιαίας πόλης θα καταστεί αφετηρία για νέες μορφές βίας.
Η διάλυση της ενότητας της πόλης προετοιμάζεται επί μακρόν με την εξασθένηση, οικονομική και κοινωνική, του κέντρου της Αθήνας. Το κράτος ευθύνεται όσο και οι ομάδες οι οποίες διαταράσσουν τη λειτουργία με βανδαλισμούς, καταλήψεις και πορείες. Η απομάκρυνση Υπουργείων και υπηρεσιών, με πρόσφατο παράδειγμα την de facto εγκατάλειψη της Εθνικής Βιβλιοθήκης, δείχνουν βαθύτατη άγνοια της γεωπολιτικής των πόλεων. Το κέντρο της Αθήνας προοδευτικά δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στον ενοποιητικό του ρόλο ως σταυροδρόμι και σημείο συνάντησης όλων των κοινωνικών κατηγοριών οι οποίες συγκροτούν την πόλη.
Η πίεση από την παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνον οικονομική και εξωγενής. Η αδιαφορία και οι επιθέσεις στο κέντρο εκφράζουν τη βαθειά κρίση του πολιτικού προτύπου το οποίο έθεσε τη σφραγίδα του στο αστικό τοπίο. Η αδυναμία της εθνικής ταυτότητας να προσαρμοστεί στη νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα έχει απελευθερώσει τις επί δύο αιώνες συμπιεσμένες πολιτισμικές αντιστάσεις. Έτσι εξηγείται και η εμμονή των αντιεξουσιαστών να προσβάλλουν τη νεοκλασική αρχιτεκτονική κληρονομία, μέσα σε μια γενικευμένη αδιαφορία για τα σύμβολα του νεοελληνικού ιδρυτικού εθνικού μύθου.
Η έλλειψη οράματος για την Πρωτεύουσα αντικατοπτρίζει την έλλειψη οράματος για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Στους δύο αιώνες ζωής του ελληνικού κράτους, πρώτη φορά παρατηρείται ένα τέτοιο δομικό κενό.
* Καθηγητης στη Σορβοννη του Παρισιου και συγγραφεας