Τα πολιτικά συστήματα στη Δύση μεταπολεμικά διαμορφώθηκαν γύρω από βασικά χαρακτηριστικά.
Λίγα, δύο ή τρία, κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή. Το ακροατήριό τους οριζόταν κυρίως με γνώμονα την κοινωνική σύνθεση και το θρήσκευμα.
Δέσποζε, τέλος, στο κομματικό πεδίο η έννοια του «κέντρου».
Για να διασφαλίσουν την πλειοψηφία ή να ανατρέψουν τους συσχετισμούς τα μεγάλα κόμματα κοιτούσαν προς το «κέντρο».
Χώρος πολύσημος, κάλυπτε τους «μετριοπαθείς» οι οποίοι συνήθως δεν είχαν ισχυρούς κομματικούς δεσμούς.
Επρόκειτο συχνά για ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που ανήκαν στα «μεσαία» στρώματα και με την ψήφο τους έγερναν την πλάστιγγα προς τη μια ή την άλλη μεριά.
Στην προαναφερθείσα συνθήκη τα κυρίαρχα κόμματα είχαν λόγο να λοξοκοιτάνε στο «κέντρο».
Με όρους τοπολογικούς ορίζονταν λιγότερο ως αυτό που ήταν αρχικά, δεξιά ή αριστερά, και περισσότερο ως κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά.
Η αναφορά στο «κέντρο» τα όριζε, ανάλογα με τη συγκυρία, ως κόμματα «μετριοπαθή», πολυσυλλεκτικά, με κεραίες ανοιχτές στις ανησυχίες των πέραν από το ακροατήριό τους.
Ετσι η εκλογική διαπάλη εστιαζόταν συχνά στην προσέλκυση των ψηφοφόρων αυτών οι οποίοι έδιναν τη νίκη.
Το «κέντρο», με ό,τι και να σήμαινε ο όρος, ήταν στο επίκεντρο των πολιτικών συστημάτων.
Γύρω από αυτό οργανωνόταν η κομματική ανταλλαγή και η όποια συναίνεση.
Τα πράγματα έχουν τα τελευταία χρόνια αλλάξει πολύ ως προς αυτό με συνέπειες τόσο στην εκλογική διαπάλη όσο και στην απήχηση του «κέντρου» και των «κεντρώων» κομμάτων.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι' αυτό.
Τον πρώτο τον ανέλυσε σε πρόσφατο κείμενό του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Γ. Γιαννουλόπουλος.
Πρόκειται για την υιοθέτηση της μετα-πολιτικής, αλλιώς της κατάλυσης της πολιτικής και την εκχώρησή της στους λεγόμενους τεχνογνώστες.
Εχω την αίσθηση ότι η αντίληψη αυτή, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ευδοκιμεί ιδιαίτερα σε «κεντρώους» κύκλους, πρόθυμους να θέσουν την τεχνογνωσία τους στην υπηρεσία του «κοινού καλού».
Ο δεύτερος λόγος αφορά το περιεχόμενο της πολιτικής διαπάλης, την προϊούσα εστίασή της στο δίπολο λαός/κατεστημένο-ελίτ, παράγωγο τόσο της μετα-πολιτικής όσο και της αυξανόμενης συγκέντρωσης του πλούτου και της πολιτικής ισχύος σε λίγα χέρια, πρόσωπα, θεσμούς ή κέντρα.
Η διπολική αντιπαράθεση τροφοδοτείται από μια ζοφερή για πολλούς πραγματικότητα και γι' αυτό αποδεικνύεται ιδεολογικά και εκλογικά πολύ αποτελεσματική.
Δεν ξορκίζεται με γενικόλογους, συχνά συγκαταβατικούς, αφορισμούς του λαϊκισμού ή του λεγόμενου εθνικολαϊκισμού.
Το δίπολο παίρνει ποικίλες μορφές ανάλογα με τους φορείς του.
Η έννοια λαός, έννοια προβιομηχανική, στην Ακροδεξιά παραπέμπει στους «ομοϊδεάτες» και στο έθνος. Οι άλλοι είναι προδότες.
Στην Αριστερά αγκαλιάζει τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, σπάνια ταυτίζεται με το έθνος, όσοι δεν ανήκουν στον λαό είναι ταξικοί αντίπαλοι.
Αυτή η διαφοροποίηση, ζωτική σήμερα στο πλαίσιο συσσωματώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση που εγείρει ζητήματα ταυτότητας και ύπαρξης, εξηγεί και την απήχηση των ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες, μικρές και μεγάλες.
Σε κάθε περίπτωση για τους δύο προαναφερθέντες λόγους τα πολιτικά συστήματα είναι λιγότερο κεντρομόλα, περισσότερο κεντρόφυγα.
Σπανιότερα ομνύουν στο «κέντρο», καθώς αυτό δεν δίνει το κάτι παραπάνω για την αναρρίχηση στην εξουσία.
Συνέπεια της στάσης αυτής είναι η μειούμενη επιζήτηση της συναίνεσης, ιδιαίτερα στο όνομα της μετριοπάθειας του «κέντρου» που αποτελούσε άξονα αναφοράς.
Σε άλλες συνθήκες η λεγόμενη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα χαρακτηριζόταν στροφή στον πραγματισμό και βήμα προς ένα πιο συναινετικό πολιτικό σύστημα.
Σήμερα, τίποτα από αυτά. Με εξαίρεση την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου στη Βουλή, οι άλλοτε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να επικροτούν τη στροφή, αντίθετα λοιδορούν την τωρινή κυβέρνηση υιοθετώντας και αντιστρέφοντας πολλά από τα αρχικά της επιχειρήματα.
Πέρα από αδεξιότητα, της προσάπτουν ενδοτισμό, υποτέλεια, διγλωσσία.
Με τον τρόπο αυτό τα κόμματα αυτά ουσιαστικά αναπαράγουν τόσο τη μετα-πολιτική όσο και το δίπολο λαός/κατεστημένο.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μη θεωρείται κατεστημένο, υπονοείται όμως ότι επιδιώκει να γίνει ή ότι, ως υποτελής των ξένων ελίτ και του ευρωπαϊκού κατεστημένου, προδίδει τα εθνικά συμφέροντα.
Ετσι όμως δεν ενισχύουν την εικόνα τους. Αναπαράγουν και επικυρώνουν τον διάχυτο λόγο περί λαού και ελίτ και μάλιστα στην εθνικιστική του εκδοχή.
Στη συνθήκη αυτή το πολιτικό τοπίο συνεχίζει να παραμείνει ρευστό, ευμετάβλητο και ανοιχτό σε κάθε εξέλιξη πέρα και ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις.