Βράδυ Πρωτοχρονιάς στα ster cinemas με τη «Ρόζα»- Τι είδαμε, τι δεν αντέξαμε και τι.. μας πήρε το κατόπι από την ταινία που πουλάει σαν τρελή

Η Σμύρνη, αυτή είναι που κόβει τα εισιτήρια

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Βράδυ  πρωτοχρονιάς, στα ster cinemas με τη χοληστερίνη να μην έχει ακόμη εγκατασταθεί στην μνήμη του οργανισμού και να κυκλοφορεί  διάχυτη μετά το  μεσημεριανό γαστρονιμικό ξεσάλωμα προς τιμήν της τελευταίας εορταστικής ημέρας,  για όσους θεωρούν τα Θεοφάνια λιγάκι... δεύτερα εξαιτίας της μόλις μονοήμερης ανάπαυσης που προσφέρουν στους αρνούμενους να κάνουν εκκίνηση μαζί με το νέο χρόνο.

Παρά τα όρη των γλυκών που καταναλώθηκαν  δεν έβλεπες και πολλές γλύκες τρυγύρω σου αν εξαιρέσεις κάτι ...ζαχαρούχα ζευγαράκια λίγο κάτω από τα 17 που εκδήλωναν με πεταχτά φιλιά την χαρά της κοινής νυχτερινής εξόδου, μπρος στα ξινισμένα μούτρα της μεσήλικης κυρίας με τη μοβ τούφα στο μαλλί, η οποία αρνείτο να αποδεχθεί ότι δεν πάσχουν και αυτά από την ίδια καούρα που της προκάλεσε η γαλοπούλα, χρονιάρα μέρα.

Η αρχική ανησυχία δεν βρίσκει έδαφος. Η «Ρόζα» που μέχρι τότε είχε κόψει πανελλαδικώς  περί τα  έκοψε 147.000 εισιτήρια, δεν έχει μεγάλη ζήτηση στην τελευταία προβολή της Πρωτοχρονιάς. «Εισιτήρια υπάρχουν» λέει η υπάλληλος και ανακουφίζονται αφενός η κυρία με το ξίνισμα, αφετέρου το νεαρό ζευγαράκι που της το προκαλεί.

Μετά την παραλαβή των εισιτηρίων και πριν την είσοδο στην αίθουσα, μια απλή ματιά μπρος από τα, προς πώληση, ...συνοδευτικά της ταινίας, αυτά που μασουλάνε άπαντες αλλά ενοχλούνται μόνο από τον πισινό τους που δεν συγχρονίζεται στο «κρατς», αρκεί για να διαπιστώσεις ότι η περιρρέουσα οικονομική κατάσταση στην χώρα έχει επιφέρει δύο σημαντικές διαφορές και στο σινε- κόσμο.

Η μεν πρώτη είναι η κατήφεια. Μέτρησα λιγότερα χαμόγελα από ποτέ και μιας και οι μισοί και παραπάνω ήταν νεολαίοι, δεν τα απέδωσα στην καούρα της γαλοπούλας. Το δεύτερο είχε να κάνει με την ουρά για παραλαβή..πυρομαχικών. Ποπ κορν, τσιπς, ζαχαρωτά και άλλα συναφή.

Σε λίγα λεπτά είχες ξεπεταχτεί, πού εκείνες οι ουρές που σε έκαναν να κοιτάζεις με άγχος το το ρολόι και τους συνοδούς να φωνάζουν «έλα, αρχίζει, θα χάσουμε το πρώτο μέρος».

Η αλήθεια είναι ότι με μια πρόχειρη ματιά, λίγο πριν κλείσουν τα φώτα, δεν διέκρινα ενθουσιασμό στα πρόσωπα που είχαν καταφτάσει για να δουν την ταινία που για κάποιο ακατανόητο λόγο σε έλκει με το όνομά της και μόνο.

Ίσως να έφταιγαν οι κριτικές που δεν ήταν τόσο διθυραμβικές όσο θα ανέμενε κανείς για μια παραγωγή ελληνική, βασισμένη μάλιστα στο δοκιμασμένο υλικό ενός μπεστ σέλλερ. Ίσως πάλι να έχουμε γενικώς πάψει να αναμένουμε κάτι με ενθουσιασμό, ακόμη και αν αυτό είναι μια απλή προβολή ένα βράδυ πρωτοχρονιάς, σε μια σκοτεινή αίθουσα. Από το σκηνικό, εξαιρείται το ζαχαρούχο ζευγαράκι. Αυτό εξακολουθούσε να εκφράζει με φιλιά τη χαρά του. Ίσως και μόνο για το γεγονός ότι το σκοτάδι, του έδινε στέγη για οικειότητες.

Η ταινία αργούσε. Τα ποπ κορν έσκαγαν πιο γρήγορα από την έναρξη.

Στα προσεχώς η απόλυτη κατάθλιψη. Δεν υπήρξε ούτε μια ταινία, στην οποία να μην κυριαρχεί η βία και η ψυχολογική αστάθεια.

Ένα χρόνο είχα να πατήσω σε σινεμά και πήρα μαζεμένη μια γεύση σκότους, καταχνιάς και βίας, ως αντισηπτικό στο τραύμα της κατατσακισμένης καθημερινότητας που βιώνουμε.

Ο κόσμος πάσχει από θλίψη και η τέχνη δεν του δίνει τσιρότα, του ρίχνει γροθιές, φωτογραφίζοντάς τον.

Να ένας από τους λόγους  σκέφτηκα, που έκανε ουρές η «Ρόζα της Σμύρνης». Καλά η μεσήλικη με το μαλλί το μωβ. Αυτή  ήρθε να δει τον Νούσια. Αλλά το ζευγαράκι; Τι είναι αυτό που το κάνει να επιστρέφει στο χθες, όχι μόνο στο σινεμά, αλλά και στο fb εκεί όπου πλέον οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες συναγωνίζονται σε likes ακόμη και τη γυμνή Τζολί, πριν την  κοκκαλοποίηση. Ίσως είναι που σε κάθε περίοδο κρίσης ο κόσμος παίρνει πάλι τη στάση του εμβρύου και αναζητά ξανά τη μήτρα του...

Τα φώτα κλείνουν. Προβολή, ποπ κορν, τσιπς και ένα πσσσσσς από coca cola.

To «μενού» δεν  είχε γαλοπούλα, ούτε χοιρινό με σέλινο.

 

Με λίγα λόγια η ταινία είχε ως εξής: Στην Αθήνα του 1987 ένας Δημήτρης καρασωβινιστής καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει ότι οι δικοί του διώχθηκαν από την Πόλη το 1955, ετοιμάζει μια έκθεση για τη ζωή των  Ελλήνων της Σμύρνης, αψιμαχώντας με την καλή του για τις εμμονές του, ώσπου σε ένα τούρκικο παλιατζίδικο  βρίσκει ένα ματωμένο νυφικό. Ψάχνοντας να δει σε ποιά ανήκει ανακαλύπτει τη γιαγιά Ρόζα που ζει με την εγγονή της την οποία και ερωτεύεται. Αναζητώντας την ιστορία της Ρόζας, πέφτει πάνω σε έναν έρωτα αλά παλαιά, με τη γνωστή συνταγή, του απαγορευμένου, του μυστικού και του ψέματος  που πάντα θα απογειώνει το μελό και θα κάνει τις μάζες να κόβουν εισιτήρια και να σχηματίζουν ουρές.   

Μέχρι το  διάλειμμα, το μόνο που έχεις κρίνει άξιο προσοχής, είναι η μουσική του Παπαδημητρίου και το κοντινό της ομολογουμένως καθηλωτικής Λήδας Πρωτοψάλτη. Στο δεύτερο μέρος εξακολουθείς να έχεις ακριβώς την ίδια άποψη, αλλά και έναν ελαφρύ εκνευρισμό για το σενάριο της υποψήφιας για Όσκαρ μικρού μήκους με την ταινία «One Day Crossing», Χριστίνας Λαζαρίδη η οποία πήρε το «Ισμαήλ και Ρόζα» του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη και το έβγαλε μουσκεμένο στην ακτή, πατώντας πάνω σε ευκολίες που θυμίζουν τηλεοπτικό σήριαλ του ΄80.

Μέχρι δέκα περίπου λεπτά πριν το τέλος, εφόσον είσαι λάτρης της Κωνσταντινούπολης, έχεις αρπαχτεί από μια μόνο εικόνα: τη δική της, (γιατί τη Σμύρνη δεν την είδαμε), στο γενικό πλάνο της επίσκεψης της Ρόζας στον τόπο του...εγκλήματος. Απορείς δε, προς τι τόσο μεγάλη φασαρία, πώς έγινε και χάθηκαν στους ρόλους οι Νούσιας, Δημητροπούλου και η λατρεμένη Γιούλικα Σκαφιδά (μάλλον επειδή δεν υπήρχαν επί της ουσίας ρόλοι) και πώς μπορεί κανείς να έχει στα χέρια του μια Πρωτοψάλτη και να μην σε κάνει να συγκινηθείς.

Ώσπου στο φινάλε, έρχεται με όλο του το βάρος το ερωτικό δράμα, το παλιό ρομάντζο, ο θάνατος, μπροστά στο Βόσπορο και τα μάτια καρφώνονται, να αρπάξουν το νόημα που δεν είναι εύκολο να βρουν.

Είναι όμως ωραία η στιγμή, ο Βόσπορος και η Πρωτοψάλτη ξαπλωμένη νεκρή μπροστά του σε ένα συμβολισμό τόσο κραυγαλέο, που θα τον καταλάβαινε και ένας μαθητής δημοτικού.

Η ταινία είχε στόχο να αποδείξει αυτό που κάποια στιγμή λέει ο Νούσιας μέσα στην απίθανα παράταιρη υπερβολή του ρόλου του. «Λένε πως η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα σε ένα πόλεμο».

Στον... πόλεμο αυτής της ταινίας το πρώτο θύμα ήταν η απόδειξη του ρηθέντος και η, όσο δεν έπρεπε προφανής, επιχείρηση των συντελεστών να φωτίσουν τη γέφυρα μεταξύ  Eλλήνων και Tούρκων.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που είδαμε, ήταν αυτό που θα έπρεπε να περιμένει κανείς από το σκηνοθέτη της τηλεοπτικής «Αναστασίας».

Προσωπικά αποχώρησα με την ευχή να είχε πέσει η ίδια ιδέα στα χέρια ενός Παντελή Βούλγαρη γιατί όταν θέλει να δει κανείς τηλεόραση, μπορεί απλώς να καθίσει άνετα στον καναπέ του.

Όταν άνοιξαν τα φώτα ωστόσο, δεν είδα τριγύρω απογοήτευση. Η κυρία με το μωβ μαλλί  είχε μια πληρότητα, ίσως και να της είχε περάσει η καούρα. Το ζευγαράκι ζαχάρωνε και κατά την έξοδο και ένα άλλο επεδείκνυε μεγαλύτερη θέρμη στα καθίσματα αδιαφορώντας για τα φώτα.

Αναχωρώντας με ακολουθούσαν δύο πράγματα. Η μουσική του Παπαδημητρίου (όταν είσαι καλλιτέχνης παίρνεις το κατόπι τον άλλον ακόμη και αν τον συναντήσεις σε ένα συνοικιακό μπαρ) και η βεβαιότητα ότι υπάρχει μια νοσταλγία που θα πουλάει όσο υπάρχουν Έλληνες, σωβινιστές ή μη. Την λένε Σμύρνη. Αυτή είναι που κόβει τα εισιτήρια.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ