Είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; Δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα; Δεν καταλαβαίνουμε την Ιστορία; Ή μήπως δεν μπορούμε γιατί δεν θέλουμε;
Ενώ μπήκε το 2017, οι σκέψεις αυτές έρχονται αυθόρμητα στον νου καθ’ όσον φέτος είμαστε στην όγδοη μνημονιακή χρονιά, με ανύπαρκτες σχεδόν ελπίδες βελτιώσεως. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα δεν θέλει, γι αυτό δεν μπορεί να απαλλαγεί από την θηλιά που την στραγγαλίζει. Και οι ευθύνες για την κατάσταση αυτή είναι συλλογικές, είτε αυτό αρέσει είτε όχι. Στην βάση αυτής της λογικής, θα πρέπει να εξετάσει κανείς την πολύ νεώτερη ελληνική ιστορία και να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα.
Πριν σαράντα χρόνια, το 1977, η τότε γαλλο-γερμανική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος αποφάσιζε –παρά τις αντίθετες γνωμοδοτήσεις των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– να κάνει αποδεκτό το ελληνικό αίτημα για ένταξη της χώρας μας στην εννεαμελή ευρωπαϊκή οικογένεια, γεγονός που επισημοποιήθηκε το 1979 με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας στο Ζάππειο. Η απόφαση αυτή, αν και είχε ξεκάθαρες πολιτικές διαστάσεις, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για την χώρα γιατί τής προσέφερε την ευκαιρία ενός ισχυρού διαρθρωτικού και θεσμικού μετασχηματισμού, με ιστορική σημασία. Η Ελλάδα θα μπορούσε σχετικά γρήγορα και με χαμηλό επενδυτικό κόστος να γίνει μία σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή χώρα, με αξιοζήλευτες επιδόσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Τον Οκτώβριο του 1981, που ήταν και το πρώτο έτος εισόδου στην ΕΟΚ, ο ελληνικός λαός έφερε στην εξουσία έναν αντιευρωπαϊκό πολιτικό σχηματισμό, πρότυπα του οποίου ήταν τα αυταρχικά καθεστώτα του Τρίτου Κόσμου. Έτσι, την πρώτη τετραετία της εντάξεώς της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα η Ελλάδα όχι μόνον δεν άλλαξε, αλλά υπέστη και δεινή παραγωγική και οικονομική συντριβή, με αποτέλεσμα να ζητήσει από τους εταίρους της –τους οποίους η κυβέρνηση καθύβριζε– ένα σταθεροποιητικό δάνειο σωτηρίας της.
Την περίοδο 1981-1990, το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε, από το 25% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), στο 90%, με τις παραγωγικές επενδύσεις να είναι μηδενικές.Με άλλα λόγια, την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ ρίχτηκαν οι βάσεις ώστε η ελληνική οικονομία από παραγωγική να γίνει καταναλωτική σε ποσοστό πάνω από το 80% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβιώσει παρά μόνον μέσω δανεισμού και διαδοχικών υποτιμήσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την περίοδο αυτή η δραχμή υποτιμήθηκε 46% έναντι του δολλαρίου –αλλά με μηδενικό παραγωγικό αποτέλεσμα, καθ’ όσον η Ελλάδα δεν είχε επαρκή παραγωγή ικανή να απορροφηθεί στο εξωτερικό. Υπενθυμίζουμε, επίσης, για όσους έχουν ασθενική μνήμη, ότι το 1989 η Ελλάδα ήταν η 16η πιο υπερχρεωμένη χώρα στον κόσμο και πρώτη στην Ευρώπη των δώδεκα χωρών μελών.
Αντί λοιπόν η ένταξή μας στην ΕΟΚ, από την οποία αντλήσαμε και πολύτιμα παραγωγικά κεφάλαια, να γίνει εφαλτήριο αναπτύξεως και διαρθρωτικών αλλαγών, οδήγησε σε περαιτέρω θεσμική απορρύθμιση και σε σημαντική παραγωγική στασιμότητα.
Δυστυχώς δε, χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να σχηματιστεί μία αδύναμη υπό τον κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κυβέρνηση, η οποία, αφού υπονομεύθηκε σφόδρα τόσον από μέσα όσο και απ’ έξω, τελικώς έπεσε επτά μήνες πριν λήξει η θητεία της, έχοντας αφήσει πίσω της κάποιες δειλές μεταρρυθμίσεις.
Από το 1990, ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, απότοκο της πτώσεως του κομμουνισμού. Όμως ούτε αυτό αξιοποιήθηκε από την χώρα μας. Η Ελλάδα, με τις τότε γεωπολιτικές επιλογές της, προτίμησε να είναι με το μέρος των προβλημάτων που είχαν ανακύψει στα Βαλκάνια παρά να αποτελέσει παράγοντα επιλύσεώς τους και άρα σταθερότητος στην περιοχή μας.
Παρόλα αυτά, από το 1996 και μετά, όταν την πρωθυπουργία ασκούσε ο κ. Κώστας Σημίτης με σημαία του τον «εκσυγχρονισμό» και την συμμετοχή μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η Ελλάδα εισέρχεται σε μία πολύ ευνοϊκή περίοδο. Κερδίζει την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, προγραμματίζει σημαντικά έργα υποδομής και δείχνει προς τα έξω ότι έχει πλέον την θέληση να μετασχηματίσει τις παραγωγικές της δυνάμεις και το καθυστερημένο θεσμικό της περιβάλλον. Το γεγονός αυτό έφερε μέσα σε μία επταετία στην ελληνική αγορά περί τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ασύλληπτο για τα ελληνικά δεδομένα, το οποίο όμως έμεινε ανεκμετάλλευτο από πλευράς παραγωγικών δομών.
Από το σημείο αυτό και μετά, η χρεοκοπία ήταν πλέον θέμα χρόνου. Όσο για τις χαμένες ευκαιρίες, θα αργήσουν πάρα πολύ να ξανάρθουν –αν αυτό συμβεί. Ίσως μετά από είκοσι έτη…