Καλικαντζαράκι με φώναζαν από μικρή. Γιατί είμαι, λέει, γεννημένη στις 27 Δεκεμβρίου. Δηλαδή, μέσα σ΄ εκείνο το δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου), που βγαίνουν τα ξωτικά απ΄ τις υπόγειες τρύπες τους και κάνουν άνω κάτω τον κόσμο. Όλο τον χρόνο, λέει, κρύβονται στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δέντρο της και τα Χριστούγεννα φτάνουν στο… παρά τρίχα. Τότε βγαίνουν στην επιφάνεια για να μην πέσει η γη και τους πλακώσει. Δώδεκα μέρες περιμένουν να ΄ρθει τούμπα το δέντρο κι αυτό δεν έρχεται. Και στο μεταξύ, μπαίνουν τις νύχτες σε σπίτια, τρώνε τα φαγιά, αναστατώνουν τα έπιπλα. Κι όταν περνά και η 6η Ιανουαρίου επιστρέφουν εκεί κάτω και βρίσκουν το δέντρο άθικτο. Κι αρχίζουν το πριόνισμα απ΄ την αρχή. Μέχρι να φέξουν τα επόμενα Χριστούγεννα.
Λόγω ημέρας γέννησης, όπως προανέφερα, την ιστορία την άκουγα συχνά κι ένα περίεργο πράγμα… Ενώ πια ήξερα την αρχή, τη μέση και το τέλος, όλα τα συναισθήματα που μου γεννούσε ήταν πάντα ίδια κι απαράλλαχτα. Θαρρείς και κάθε φορά ήταν η πρώτη. Θυμός στη αρχή. Γιατί πριονίζουν το δέντρο; Ποιοι είναι αυτοί οι αλητήριοι, που θέλουν να γκρεμίσουν τη γη μας; Μετά, όταν οι ταραξίες ανέβαιναν στην επιφάνεια κι αναστάτωναν το σύμπαν, ξεχνούσα και θυμό κι ανησυχία. Τότε ερχόταν μια αδιόρατη χαρά, μια παιδικότητα, που καθώς μεγάλωνα, αντί να κοπάζει, θέριευε. Ήταν επειδή είχα τη σκανταλιά στο αίμα μου και κάθε μορφής αταξία ήταν πια δεύτερη φύση. Κι ύστερα, όταν τα καλικαντζαράκια έβλεπαν κι απόβλεπαν πως η γη δεν γκρεμίζεται κι επέστρεφαν στην υπόγεια βάση τους κι αντίκριζαν άθικτο το δέντρο που όλο τον χρόνο πριόνιζαν, μ΄ έπιανε μια θλίψη. Για τον κόπο τους που πήγε στράφι. Ένα τέτοιο οξύμωρο, ανεξήγητο πράγμα. Λυπόμουν που δεν γκρεμίστηκε η γη για να μη πάει χαμένος ο κόπος των καλικάντζαρων!
Μπαίνω στον πειρασμό να παραλληλίσω την ιστορία των παιδικών μου χρόνων με τη σημερινή πραγματικότητα, να την προσαρμόσω στα ελληνικά δεδομένα, να μιλήσω για κάποιους Ευρωπαίους καλικάντζαρους, που πριονίζουν το δέντρο της χώρας μου, αλλά δεν θα το κάνω.
Προτιμώ τη ελληνική λαϊκή παράδοση ανέγγιχτη, ανεπηρέαστη από κάθε είδους (τουλάχιστον) αντιαισθητική παρέμβαση. Προτιμώ τους αυθεντικούς καλικάντζαρους, τους πιστούς στον κόπο τους για να μείνω κι εγώ πιστή στη θλίψη αυτή της απέλπιδας προσπάθειά τους. Εντέλει, αυτοί μου ήταν πάντα τόσο συμπαθείς.
Οι νύχτες των ξωτικών
της Τόνιας Μανιατέα, δημοσιογράφου- συγγραφέα
25|12|2016 | 21:16
Γνώμες