Επιχειρηματίας, συγγραφέας και σύμβουλος κορυφαίων επιχειρήσεων και υπουργών Οικονομικών στην Γαλλία, ο Φιλίπ Λεμουάν (Philippe Lemoine) ξεκίνησε την καρριέρα του πριν σαράντα περίπου χρόνια ως στέλεχος στο Γαλλικό Ίδρυμα για την Πληροφορική και τους Αυτοματισμούς (INRIA). Πολύ γρήγορα, όμως, έγινε γνωστός χάρη στο πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Οι ανατροπές της προόδου», το οποίο συνέγραψε με δύο καθηγητές κοινωνικών επιστημών το 1978 για λογαριασμό του γαλλικού συνδικάτου CFDT.
Λίγα χρόνια αργότερα γράφει τα βιβλία «Η οικολογική αυταπάτη» και «Οι πολιτιστικές προκλήσεις της πληροφορικής», που το 1983 τον οδηγούν στο γραφείο του σοσιαλιστή τότε πρωθυπουργού Πιερ Μωρουά, ο οποίος τού αναθέτει την εκπόνηση μελέτης σχετικής με τον ρόλο της πληροφορικής και της οικονομικής νεωτερικότητας στην Γαλλία. Από το σημείο αυτό και μετά, η καρριέρα του Φ.Λεμουάν εκτινάσσεται στα ύψη. Ακολουθείται από 19 βιβλία και μελέτες και επιτρέπει στον συγγραφέα τους να συμμετέχει ως συν-πρόεδρος στα ΔΣ μεγάλων λιανεμπορικών επιχειρήσεων, όπως οι Γκαλερί Λαφαγιέτ.
Σήμερα, ο Φιλίπ Λεμουάν συμμετέχει σε επτά ΔΣ γαλλικών επιχειρήσεων και οργανισμών, όπου ο ρόλος του έγκειται στο να εξηγεί ποιες είναι οι διαστάσεις της οικονομικής νεωτερικότητας, πού μπορούν να οδηγήσουν και τί πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις αντιμέτωπες με νέες πραγματικότητες.
«Η οικονομική νεωτερικότητα και οι τεχνολογίες που την συνοδεύουν», μάς είπε ο Φιλίπ Λεμουάν σε πρόσφατη επίσκεψή μας στην Γαλλία, «είναι μία μεγάλη πρόκληση για την κοινωνία, η οποία δεν οδηγεί την ανθρωπότητα μηχανικά προς το καλό –ιδιαίτερα δε όταν δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι προβληματισμοί πάνω στο τεχνολογικό και ψηφιακό γίγνεσθαι. Κάθε τεχνολογική επανάσταση έχει τα υπέρ και τα κατά της και σε εμάς εναπόκειται να μελετήσουμε και να θέσουμε υπό τον έλεγχό μας τις εξελίξεις. Ιδιαίτερα στην σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου η ταχύτητα παίζει καθοριστικό ρόλο».
Στην ερώτησή μας σχετικά με το ποιες είναι οι πηγές της ψηφιακής ανατροπής που παρατηρείται σε σχεδόν κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ο πρόεδρος του FING μάς είπε:
«Το μεγάλο και καθημερινά εντεινόμενο βάρος της τεχνολογίας στην ψηφιακή εποχή συνδέεται με τρεις παράγοντες: αυτοματισμό, αποϋλοποίηση και αλλαγές στην αλυσσίδα της αξίας. Η αυξημένη αυτοματοποίηση, που οδηγείται από ψηφιακές τεχνολογίες, αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και ενισχύει την αποτελεσματικότητα στην χρήση πρώτων υλών και ενέργειας.
»Από την πλευρά της, η αποϋλοποίηση, που στην ουσία είναι υποκατάσταση φυσικών προϊόντων και διαδικασιών με ψηφιακές εναλλακτικές λύσεις, έχει και αυτή τις δικές της διαφοροποιημένες επιπτώσεις. Πρώτον, οδήγησε στην ανάδυση νέων on line καναλιών επικοινωνίας και διανομής, τα οποία αντικατέστησαν ή μετασχημάτισαν τα φυσικά κανάλια. Δεύτερον, η εξαϋλωση κατέβασε τα οριακά κόστη της παραγωγής. Σε μία ψηφιακή οικονομία, μεγάλο μέρος του παραγωγικού κόστους –συμπεριλαμβανομένων του σχεδιασμού, των δοκιμών και της φωτοτύπησης– αυξάνονται όταν δημιουργείται το πρώτο αντίγραφο του προϊόντος. Το κόστος αναπαραγωγής του τελευταίου είναι στην ουσία μηδενικό. Τρίτον, η εξαϋλωση χαμήλωσε το κόστος συναλλαγής, διευκολύνοντας πιο ανοικτές σχέσεις μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων (stakeholders) του οργανισμού. Αυτό συνοδεύτηκε και με άνοδο της διατομεακής συνεργασίας.
»Εν τέλει, η ψηφιακή οικονομία έφερε στο προσκήνιο νέους δρώντες, οι οποίοι λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στην παραδοσιακή επιχειρηματική πρακτική και τους καταναλωτές. Αυτοί οι νέοι δρώντες επανανακαλύπτουν νέα μοντέλα που αναδιοργανώνουν την παραδοσιακή αλυσσίδα της αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, βλέπουμε τους καταναλωτές να παίζουν νέο ρόλο και τα δεδομένα (data) να γίνονται σημαντική πηγή αξίας. Οι εταιρείες βρήκαν έτσι τρόπους να δημιουργούν αξία χρησιμοποιώντας ως ενεργητικό εργαλείο τα δεδομένα».
Στην βάση λοιπόν αυτών των εξελίξεων, εύλογο προβάλλει το ερώτημα, μπροστά στην ψηφιακή ανατροπή, ποια είναι η τύχη της απασχόλησης και ποιες οι ευρύτερες και βαθύτερες κοινωνικές επιπτώσεις.
«Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας έρευνες του ΜΙΤ, στην Αμερική 47% των θέσεων εργασίας είτε θα εξαφανιστούν, είτε θα αλλάξουν ριζικά. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 54%. Προσωπικά δεν είμαι τόσο απαισιόδοξος. Προβλέπω ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες θα δημιουργούν τόσες θέσεις εργασίας όσες αυτές που χάνονται. Δυστυχώς, όμως, οι θεσμοί που έχουν την ευθύνη λειτουργίας της αγοράς εργασίας δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί. Για παράδειγμα, δεν προωθούν όσο θα έπρεπε την επαγγελματική επιμόρφωση, που σήμερα είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Δεν βοηθούν έτσι τον κόσμο να καταλάβει τί συμβαίνει στην δομή της αγοράς εργασίας και στην αντίληψη που θα πρέπει να έχουμε γι αυτήν. Οι εργασιακές σχέσεις καλούνται να υποστούν ριζικές ανατροπές, γεγονός που ισχύει για την φύση των επαγγελμάτων του μέλλοντος. Όσοι λοιπόν θέλουν να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με τα κριτήρια του παρελθόντος, πολύ απλά κάνουν λάθος. Όσα μέτρα προστασίας και αν πάρουν σε κάποια στιγμή θα σαρωθούν, όπως σαρώθηκαν οι άμαξες από τα αυτοκίνητα», μάς είπε ο Φ.Λεμουάν.
Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, που καλπάζει στην Αμερική, η Ευρώπη βραδυπορεί απελπιστικά. Σε όλα τα επίπεδα και κυρίως σε αυτό των επιχειρήσεων. Μόνον 9 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, έναντι 63 αμερικανικών, είναι στην κατάταξη των 100 σημαντικότερων εταιρειών του κόσμου με ηλικία κάτω των 30 ετών. Αν λοιπόν στην Ευρώπη δεν αποκτήσουμε μία «ανοικτή» κουλτούρα, που να καταλαβαίνει τί σημαίνει ψηφιακή εποχή, η κατάσταση θα στραβώσει. Οι επιχειρήσεις που δεν έχουν ιδέες και δεν καινοτομούν θα πεθάνουν από πνευματική ασιτία.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει την δική του «γραμματική της επιτυχίας», η οποία υπαγορεύει και ποιοι κανόνες θα πρέπει να ακολουθηθούν. Η οικονομική νεωτερικότητα απαιτεί ελευθερία στο καινοτομείν –κατάσταση που δεν μπαίνει σε γραφειοκρατικά καλούπια, όποια και αν είναι αυτά.
Πόσοι είναι αυτοί που τα καταλαβαίνουν όλα αυτά στην καθ’ ημάς Ανατολή, είναι ένα καίριο και εξαιρετικά επίκαιρο ερώτημα, στο οποίο καλύτερα ας μην ρισκάρουμε να δώσουμε απάντηση. Κάποιους θα τούς ενοχλούσε…