Η χώρα μας «πορεύεται» προς την έβδομη χρονιά στην εντατική των τριών Μνημονίων, και μάλιστα το τελευταίο 20μηνο στο... ναρκοπέδιο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Το ερώτημα «πώς θα συνεχίσουμε;» έχει αποκτήσει κρίσιμη υπόσταση –παρά το ότι έχουν παρέλθει μόνον 13 μήνες από τις τελευταίες εκλογές! Και αυτό γιατί συνεχίζουμε σωρευτικά να βιώνουμε μία βαριά μακροχρόνια κρίση, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, στην οποία προστίθενται και εξαιτίας της εξωτερικές απειλές και διεκδικήσεις.
Δεν θα ήθελα εδώ, λόγω χώρου, να επαναλάβω όλα τα επιχειρήματα και τις αναλύσεις που αναδεικνύουν τα αδιέξοδα, τις υστερήσεις, τους επικίνδυνους δρόμους που οδηγούν σε όλα τα πεδία οι πολιτικές των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Αυτό που κατακτά όλο και περισσότερο την συνείδηση των πολιτών είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ δεν μπορεί. Αλλά και η ΝΔ, με την προώθηση μίας συντηρητικής παλινόρθωσης, δεν αποτελεί λύση.
Και μόνο στοχαζόμενοι τις σκηνές όπου οι μισοί θα κυβερνούν και οι άλλοι μισοί, με την σειρά τους, σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού θα «πετούν απ’ έξω πέτρες», όλοι και όλες αντιλαμβανόμαστε ότι ΤΩΡΑ, για τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον, ΜΙΑ πολιτική λύση είναι αναγκαία. Απαιτείται μια εθνική συνεννόηση για μια άλλη κυβέρνηση. Κυβέρνηση εθνικής ανασυγκρότησης.
Η Κύπρος, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία μπήκαν σε μνημόνια και βγήκαν. Το πέτυχαν γιατί η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, χωρίς να αλλάξουν θέση στο σύστημα διακυβέρνησης, κατάφεραν να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν σε μερικά στοιχειώδη απαιτούμενα των προγραμμάτων διάσωσης. Αντιθέτως, στη χώρα μας το πολιτικό σύστημα δεν έδωσε τα εχέγγυα αυτά. Με την διατήρηση, όμως, αυτών των σχέσεων συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης, η πρόοδος και έξοδος από τα μνημόνια δεν μπορεί να υπάρξει.
Άρα, η μόνη δυνατότητα που εναπομένει είναι όλες –επιμένω, όλες– οι πολιτικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου να προχωρήσουν μέσα από κοινού συμφωνία για την ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης. Το μείζον είναι η εθνική συνεννόηση! Τα πρόσωπα δεν μπορεί να αποτελούν εμπόδιο για την πραγμάτωσή της.
Η πρόταση αυτή δεν είναι «αγαπησιάρικη». Δεν παραγνωρίζει ούτε τις ευθύνες, προσωπικές και συλλογικές, ούτε δείχνει προτίμηση στις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ ή στις επαγγελίες της ΝΔ. Απλώς πηγάζει ως απάντηση στην πρωτοφανή και πολυεπίπεδη ελληνική κρίση.
Μόνον μία κυβέρνηση με ενισχυμένη αξιοπιστία και ευρεία λαϊκή στήριξη μπορεί να συζητήσει, να τεκμηριώσει, να διεκδικήσει και να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους και τους διεθνείς θεσμούς και για την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους και για μία νέα ουσιαστική βελτίωση των όρων της συμφωνίας. Να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους επενδυτές, που παρά την μεγάλη διεθνή ρευστότητα, δεν «βλέπουν» Ελλάδα και να πυροδοτήσει μία βιώσιμη αναπτυξιακή έκρηξη. Να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα και να προχωρήσει τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Να στηρίξει αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Να χτυπήσει τον λαϊκισμό, το πελατειακό και κομματικό κράτος. Να εγγυηθεί αξιόπιστα το κοινωνικό κράτος. Να αποτρέψει την υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
«Θαρσείν χρει, ταχ’ αύριον έσετ’ άμεινον» εμψύχωνε η Αθηνά διά στόματος Οδυσσέα τους καταβεβλημένους Έλληνες που πολιορκούσαν την Τροία...