Πριν από μια εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε, με συντριπτική πλειοψηφία, ψήφισμα το οποίο ζητά την προσωρινή αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Ορισμένοι στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι αυτή η θέση είναι λάθος διότι η αναστολή των ενταξιακών διαδικασιών αφήνει τις μετριοπαθείς φωνές στο εσωτερικό της Τουρκιάς απομονωμένες. Πιστεύω ότι αυτή η άποψη είναι λανθασμένη. Ο κ. Ερντογάν δεν είναι ιδεολογικά εμφορούμενος πολιτικός, αλλά ωμός τακτικιστής, αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις με όρους κινήτρων και αντικινήτρων. Από την στιγμή που δεν έχει καμιά επίπτωση για αυτόν το πογκρόμ διώξεων στο εσωτερικό της χώρας του, φυσικά και θα το συνεχίσει. Μόνο εάν η συγκεκριμένη πολιτική αρχίσει να έχει κόστος για αυτόν θα την αναθεωρήσει.
Ως θέμα αρχής πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει μέλος της ΕΕ με τα σημερινά δεδομένα. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις είναι ουσιαστικά νεκρές, κανείς δεν θεωρεί ότι η Τουρκιά μπορεί να εκπληρώσει τα κριτήρια ένταξης και υπάρχουν σημαντικά βήματα οπισθοχώρησης. Ο κ. Ερντογάν μετά το πραξικόπημα κλιμακώνει μια στρατηγική που είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή από πριν, με την ψήφιση του τρομονόμου και το λουκέτο σε Μέσα Ενημέρωσης, στοχεύοντας στον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, ενώ ξεδιπλώνει το σχέδιο του για την αλλαγή του Συντάγματος.
Εφόσον είναι προφανές ότι, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας δεν οδηγεί πουθενά, πρέπει να επανεξετάσουμε την συνολικότερη θεώρηση των πραγμάτων. Η απάντηση του ερωτήματος προϋποθέτει μια ρεαλιστική συζήτηση χωρίς συναισθηματισμούς, δογματισμούς και ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης η ευρωπαϊκή ελίτ έκανε πολλά λάθη που τα πληρώνει καθημερινά βλέποντας τους λαούς να της γυρίζουν την πλάτη. Εάν έχει μείνει κάτι είναι οι αξίες της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτος δίκαιου, και αυτά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν πρέπει να τα θυσιάσει σε καμία περίπτωση στον βωμό των προεκλογικών ισορροπιών σε Γαλλία και Γερμανία.