Ποιές επενδύσεις, από ποιούς και γιατί;

του Χρήστου Ιωάννου, οικονομολογου

Η συνεχής και συστηματική επίκληση της «ανάπτυξης» και των «ξένων επενδύσεων» ως γενικών και αφηρημένων εννοιών κάθε φορά που απαιτούνται λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα δυσλειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, είναι προϊόν μίας εδραιωμένης αυταπάτης και άγνοιας. Η Ελλάδα ποτέ δεν τα κατάφερε στον τομέα των παραγωγικών και βιώσιμων επενδύσεων, ούτε την περίοδο της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, οι «άμεσες ξένες επενδύσεις» στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνον στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητας, ενώ στη γειτονική Τουρκία είναι το 21% και ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι 50%. Η ελληνική πραγματικότητα απέχει μακράν και από τον παγκόσμιο μέσον όρο, που είναι 33,5%.

Υπό κανονικές συνθήκες, οι επενδυτές διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών (διότι από την παραγωγή αυτών προκύπτει η βιώσιμη ανάπτυξη) επιδιώκουν είτε ανταγωνιστικά κόστη, είτε να επωφεληθούν από το ταλέντο και την καινοτομία μίας κοινωνίας/οικονομίας, είτε την παρουσία σε μία αγορά της, είτε συνδυασμό αυτών. Οι ασκούμενες πολιτικές όχι μόνον δεν έχουν τέτοιον προσανατολισμό, αλλά αγνοούν και τα θεμελιώδη. Γι αυτό, η προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων στην τρέχουσα φάση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι εφικτή –με εξαίρεση τους τομείς του τουρισμού και των μεταφορικών και ενεργειακών υποδομών που ιδιωτικοποιούνται.

Η έρευνα δείχνει ότι οι «ξένες άμεσες επενδύσεις» δεν κατανέμονται τυχαία ανά την υφήλιο, αλλά κατευθύνονται εκεί που τις «περιμένει» ένα πρόσφορο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό «οικοσύστημα», δηλαδή εκεί όπου υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις: κατάλληλοι παραγωγικοί συντελεστές, ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο και οικονομική/πολιτική ασφάλεια.

Οι επενδύσεις, ακόμα και οι κινεζικές κρατικές (ιδιαίτερα μετά το «στραπάτσο» των κινεζικών διακρατικών δανείων 69 δισεκατομμυρίων δολλαρίων στην Βενεζουέλα), δεν κατευθύνονται με πολιτικά κριτήρια αλλά με ιδιωτικοοικονομικά. Το 2015 οι «εξερχόμενες» άμεσες ξένες επενδύσεις  από την Κίνα ξεπέρασαν σε ύψος τις «εισερχόμενες». 

Πόσες από τις κινεζικές κρατικές και ιδιωτικές άμεσες ξένες επενδύσεις στο εξωτερικό (εκτιμώνται σε 2 τρισεκατομμύρια δολλάρια έως το 2020) θα κατευθυνθούν στην Ελλάδα, αντί της Βρεταννίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, που είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη μέχρι σήμερα; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον χάρτη του «νέου δρόμου του μεταξιού», που σχεδίασε από το 2013 και υλοποιεί η Κίνα στο πλαίσιο της πολιτικής «One Belt, One Road», ο χερσαίος δρόμος δεν περνά από την Ελλάδα, σε αντίθεση με το τί συνέβαινε στο ιστορικό παρελθόν. Ευτυχώς, περνά ο θαλάσσιος, λόγω της κινεζικής επένδυσης στον Πειραιά.  

Τα πράγματα είναι απλά: η γεωγραφία, η γεωοικονομία, το κλίμα και το περιβάλλον «ωθούν» την Ελλάδα προς τους δρόμους των άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά οι θεσμοί, η πολιτική, η κοινωνία την βγάζουν εκτός. Γιατί, λοιπόν, κάποιος να έλθει και να επενδύσει σε μία χώρα που δεν θέλει κάτι τέτοιο;

 

 

Διαβάστε επίσης