του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου
Στην υπόθεση των Τεμπών η κυβέρνηση επέλεξε την απευθείας παραπομπή των δύο υπουργών, του Κώστα Καραμανλή και του Χρήστου Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο
Η διαδικασία αμφισβητήθηκε από την αντιπολίτευση ως προς τη συνταγματικότητα της, πολιτικά ωστόσο απαντούσε αποτελεσματικά στις κατηγορίες για συγκάλυψη. Αποτελεί έτσι άξιο απορίας γιατί δεν υιοθετήθηκε η ίδια διαδικασία για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Υπάρχουν δύο προφανείς εξηγήσεις. Η πρώτη ότι η κυβέρνηση αισθάνεται πως μπορεί να προστατεύσει τους υπουργούς της χωρίς μεγάλο πολιτικό κόστος επειδή η υπόθεση έχει πολύ μικρότερη απήχηση στην κοινή γνώμη σε σχέση με τα Τέμπη. Έτσι κι αλλιώς ένα όχι ασήμαντο μέρος των πολιτών πιστεύει ότι αυτά συνέβαιναν πάντα για να μην πούμε πως θεωρεί ότι το να καταχρόμαστε κονδύλια της Ένωσης δεν είναι και τόσο επιλήψιμο αφού όλοι το κάνουν. Το ότι βγαίνουν χαμένοι οι έντιμοι αγρότες και κτηνοτρόφοι δεν απασχολεί.
Η δεύτερη εξήγηση έχει να κάνει με τα εσωτερικά της κυβέρνησης. Είναι φανερό ότι οι δύο υπουργοί δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν την ίδια διαδικασία, να παίξουν, στη δική τους αντίληψη, το ρόλο της Ιφιγένειας. Θεωρούν εαυτούς αθώους και πάντως όχι περισσότερο ένοχους από όλους τους άλλους υπουργούς γεωργίας οι οποίοι ανέχθηκαν το σκάνδαλο. Και αν μεν ο κ. Αυγενάκης θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλώσιμος, σίγουρα δεν ισχύει το ίδιο για τον κ. Βορίδη. Πολύ περισσότερο σήμερα με την απειλή του κόμματος Σαμαρά. Ο κ. Μητσοτάκης εκών άκων συμφώνησε να μην συγκροτηθεί προανακριτική επιτροπή και να μην υπάρξει παραπομπή των υπουργών στο δικαστικό συμβούλιο. Δεν άντεχε μια εσωκομματική κρίση.
Όποια και αν είναι η εξήγηση το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση βγαίνει τραυματισμένη από αυτή την ιστορία. Το ότι «αποτύχαμε» δεν εξαλείφει πλέον τις ευθύνες. Και η επιλογή για εξεταστική επιτροπή από τη δεκαετία του 90 την αφήνει εκτεθειμένη στην κατηγορία αν όχι για συγκάλυψη πάντως για συμψηφισμό των ευθυνών.
Με μια έννοια ωστόσο αυτό είναι το μικρότερο πρόβλημα. Το πιο σοβαρό είναι ότι στην κοινωνία πλέον επικρατεί ένα κλίμα απογοήτευσης. Από τη πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, υπήρχε μια μερίδα της κοινής γνώμης έτοιμη να τον καταδικάσει, να μιλήσει για καθεστώς «Κούλη» και να υιοθετήσει συνθήματα πέρα για πέρα τοξικά, με την ενθάρρυνση μάλιστα της αριστεράς. Υπήρχε όμως και ένα άλλο σημαντικό μέρος των πολιτών που εμπιστευόταν τον Μητσοτάκη προσωπικά και πίστευε ότι η νέα κυβέρνηση μπορούσε να επιτελέσει σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο.
Αυτή η προσδοκία, η ελπίδα αν προτιμάτε, σήμερα δεν υφίσταται πλέον. Όλοι παρακολουθούμε μια κυβέρνηση η οποία κάνει διαχείριση της φθοράς. Το μόνο που ελπίζει είναι ότι τα καλά οικονομικά αποτελέσματα θα της επιτρέψουν να ανακτήσει μέρος εκλογικής της επιρροής με παροχές και ελαφρύνσεις. Το αναπτυξιακό άλμα όμως που χρειάζεται η χώρα απλώς και μόνο για να παρακολουθεί την Ευρώπη και να μην βρεθεί μπροστά σε ένα νέο αδιέξοδο, δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Οι πολιτικές συνθήκες μάλιστα είναι τέτοιες που δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε εναλλακτική λύση.
Αν οι πολιτικές ηγεσίες είχαν στοιχειώδη αίσθηση ευθύνης θα προσπαθούσαν να συνεννοηθούν. Αντ αυτού επιδίδονται σε ένα αλληλοκυνηγητό χωρίς να κατανοούν ότι σε τελευταία ανάλυση σκάβουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Το αξιοπερίεργο είναι ότι το έργο το ξαναείδαμε το 2009. Αν είχε υπάρξει συνεννόηση μπορεί και να είχαμε αποφύγει την κρίση. Ο Γιώργος Παπανδρέου όμως προτίμησε να πάρει την καυτή πατάτα για να βρεθεί μπροστά στον πολιτικό του Αρμαγεδώνα.
Ο κ. Μητσοτάκης αργά ή γρήγορα θα αποχωρήσει. Οι επόμενοι είναι αυτοί που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα δύσκολα. Δεν κάνουν καθόλου πιο εύκολη τη ζωή τους δημιουργώντας αυτό το περιβάλλον ακραίας πόλωσης, μιλώντας για «χούντα» ή για «εγκληματική οργάνωση» ή χαρακτηρίζοντας τον πρωθυπουργό «νονό». Όσο για μας είμαστε υποχρεωμένοι να τους παρακολουθούμε όπως είναι « δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» να πιστεύουν πως όταν πετύχουν το στόχο τους θα γίνει κάποιο θαύμα.
(δημοσίευση στο Πρωτο Θέμα)