Του Ελισσαίου Βγενόπυολου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
«Σου μιλώ σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις και εσύ σωπαίνεις σ’ αυτήν τη γλώσσα που δεν τη μιλώ».
Όταν ο Λιβανοκαναδός συγγραφέας και σκηνοθέτηςΟυαζντίΜουαουάντ ρίχνει το βλέμμα του στην αρχαία τραγωδία, δεν αναβιώνει απλώς τους μύθους, τους ζωοποιεί. Με τον Όρκο της Ευρώπης, που είδαμε, τη δεύτερη βραδιά, στο θέατρο της Επιδαύρου, ο Μουαουάντ μας προσκαλεί σε μια μυθική αποπλάνηση που αποκαλύπτεται ως απαγωγή που σπέρνει μια γενιά τεράτων. Ο Μίνωας, ο Μινώταυρος, ο λαβύρινθος – αυτά δεν είναι γραφικά σύμβολα αλλά ζωντανή απόδειξη ότι από τη γέννηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η βία και η προδοσία ήταν μαίες.
Στο όραμα του Μουαουάντ, η Ευρώπη δεν είναι απλώς ένας μύθος αλλά μια μητρογραμμική πληγή που πάλλεται από γενιά σε γενιά. Η αφήγηση ακροβατεί μεταξύ του μυθικού και του σύγχρονου, συρράπτοντας αρχαίες κατάρες με σύγχρονα τραύματα. Οι γυναίκες του Μεγάρα,Ζοβέτ, Ουεντίχα δεν είναι στατικά αρχέτυπα αλλά σπασμένες κληρονόμοι της αρχικής παραβίασης της Ευρώπης.
Η Μεγάρα (Δανάη Επιθυμιάδη) είναι σεισμολόγος, ένα επάγγελμα που την καθιστά φύλακα των ερειπίων, επιστάτη του Παρθενώνα, του Ηρωδείου, όμως τα δικά της θεμέλια είναι ραγισμένα, κούφια από τις αποβολές που σημαδεύουν την προσωπική της κόλαση. Είναι μια οδυνηρή μεταφορά: μια γυναίκα επιφορτισμένη να σώζει πέτρες από το να καταρρεύσουν, ενώ η μήτρα της αδυνατεί να κρατήσει ζωή. Το παρελθόν στέκεται, το μέλλον πέφτει.
Η Ζοβέτ (ΒαϊολέτΣοβό) είναι η επιζήσασα από τύχη ή θεϊκό οίκτο που απομακρύνεται από τη δίνη της βίας στους αντισηπτικούς διαδρόμους ενός καναδικού καταστήματος ψιλικών. Είναι τραγικωμική στην επιθυμία της να συρρικνώσει την ύπαρξή της σε διαχειρίσιμα ράφια, να γίνει «βασίλισσα του ψιλικατζίδικου», ασφαλής ανάμεσα στα τετριμμένα, μακριά από τις αιματοβαμμένες παραλίες της Ευρώπης.
Έπειτα υπάρχει ηΟυεντίχα (ΖιλιέτΜπινός) η ευγενική αποστάτρια του Μουαουάντ. Επέζησε από τα χέρια της μητέρας της, αλλά κουβαλάει το δηλητήριο της προγονικής εγκατάλειψης. Η φράση της «μας εγκατέλειψε επειδή μας αγαπούσε, υπάρχει αγάπη στην εγκατάλειψη», είναι το πιο παρηγορητικό νανούρισμα του έργου. Είναι το ψέμα που λέμε για να επιβιώσουμε από τη φρικαλεότητα: ότι πίσω από την παραμέληση υπάρχει φροντίδα, ότι η τερατογένεση έχει έλεος.
Μέσα στον Όρκο της Ευρώπης, η εγκατάλειψη δεν είναι μόνο μια συμβολική παιδική σκηνή είναι μια κατάρα που περνάει από γενιά σε γενιά, σαν σκουριασμένο μαχαίρι. Η σφαγή που κουβαλά η οκτάχρονη Ευρώπη καθρεφτίζεται ανατριχιαστικά στην ιστορία του Ζάκαρι, του γιου της Ουεντίχα. Ο Ζάκαρι (ΕμανουέλΣβαρτς) δεν είναι απλώς ένας γυναικοκτόνος, είναι ένα τέρας που ξέρει πως η κτηνωδία του δεν έχει επιστροφή. «Είναι ένα στίγμα εκ γενετής, μια κατάρα που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις». Σ’ αυτή τη φράση συνοψίζεται η κληρονομιά της Ευρώπης: ο θάνατος, η βία, το αίμα που κυλάει αθόρυβα απ’ το ένα σώμα στο άλλο.
Η σκηνή όπου η μάναΟυεντίχα ζητά από το παιδί της να παραδεχτεί τον φόνο και τον βιασμό στο δικαστήριο, είναι μια συντριπτική στιγμή της παράστασης και ολοκληρώνεται στην ομολογία του Ζάκαρι εκεί που ο ηθοποιός και οι θεατές έμειναν παντέρμοι γιατί εκεί δεν υπάρχει σκηνοθετικό τρικ, ούτε μουσική, ούτε τεχνητή συγκίνηση, ούτε καν μικρόφωνο,μόνο ο Καναδός ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας ΕμανουέλΣβαρτς, με την ανάσα του να ξεγυμνώνει την ψυχή του και να βγάζει τον δαίμονα απ’ το στόμα του. Ο μονόλογός του είναι ένα ξεκοίλιασμα, παραδέχεται το ασυγχώρητο, ξέρει πως ο χρόνος δεν γυρίζει, πως το κακό δεν ξεγράφεται κι όλο αυτό μας το αφηγείται και μας αφανίζει στοργικά.
Τοποθετώντας αυτή τη μυθική ανασκαφή στην Επίδαυρο, αυτό το τέλειο πέτρινο θέατρο που είναι σκαλισμένο στη σάρκα της Αργολίδας, ο Μουαουάντ μετατρέπει το τοπίο σε κείμενο και πετρώνει το κείμενο ανάμεσα στα πεύκα και το φως. Εδώ, η τραγωδία γεννήθηκε για να θεραπεύσει μέσα από την κάθαρση, όμως «ο Όρκος της Ευρώπης» αρνείται την εύκολη κάθαρση. Αντίθετα, εμπλέκει το κοινό. Το έγκλημα και η τραγωδία ο πόνος και πίκρα δεν είναι μόνο δικό τους, είναι δικό μας, υφασμένο στο DNA αυτού που αποκαλούμε πολιτισμό.
Το έργο του Μουαουάντ είναι ταυτόχρονα ρηξικέλευθο και ωμό. Η γλώσσα του δεν καταπραΰνει, καταστρέφει. Η ποίηση είναι ταυτόχρονα όπλο και βάλσαμο, η ομορφιά συνυφασμένη με τη φρικαλεότητα. Τη μια στιγμή σαγηνεύεσαι από το λυρισμό, την άλλη, πνίγεσαι από την άμμο της σφαγής. Οι ερμηνευτές, ιδίως η Επιθυμιάδη και η Binoche, ισορροπούν αυτό το τεντωμένο σχοινί με καταστροφική χάρη.
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ThéâtreNationaldeLaColline, οΛιβανοκαναδός συγγραφέας και σκηνοθέτηςΟυαζντίΜουαουάντ δεν απέφυγε ποτέ τα δύσκολα εγχειρήματα. Αλλά εδώ, στην ελληνική γη, έρχεται αντιμέτωπος με τα αρχαιότερα φαντάσματα: τους μύθους που μας δημιούργησαν, τη βία που μας συντηρεί, τις ιστορίες που μας δικαιολογούν. Ο Όρκος της Ευρώπης δεν είναι μια παρηγοριά, είναι ένα κατηγορητήριο, μια ψαλμωδία για όσους κληρονομούν ερείπια και τολμούν να ονειρεύονται ότι μπορεί να ξαναχτίσουν.
Στον Όρκο της Ευρώπης, ο ΟυαζντίΜουαουάντ ξεγυμνώνει την ιστορία μέχρι να στάξει το μεδούλι της. Η ποίησή του δεν είναι στολίδι, είναι λεπίδα που χαράζει το δέρμα της μνήμης. Οι φράσεις του μοιάζουν με φλεγόμενες σπονδές: «Υπάρχει αγάπη στην εγκατάλειψη», ψιθυρίζει η Ουεντίχα, και το σύμπαν θρυμματίζεται σαν ποτήρι στο πάτωμα.
Η ποίησή του ξεπηδά από στόματα ραγισμένα: η Μεγάρα ψιθυρίζει ότι «έσωσε πέτρες, αλλά έχασε σάρκες», κι όλος ο Παρθενώνας γίνεται μήτρα που ματώνει.
Η ποιητικότητα στον Μουαουάντ δεν είναι διαφυγή, είναι ανάκριση. Οι φράσεις του βγαίνουν από το στόμα σαν εξομολόγηση που δεν συγχωρεί. Κάθε λέξη είναι ένα θραύσμα από το πηγάδι της βίας κι όμως, μέσα σε αυτή τη σκοτεινή σπείρα, λάμπει ένας στίχος, μια σπίθα, μια παρηγοριά που πονά περισσότερο από την πληγή. Ποίηση της βίας ή βία της ποίησης; Στον Μουαουάντ δεν διαλέγεις πλευρά. Η ποίηση είναι το μαχαίρι που ανοίγει τον κόσμο στα δύο για να φανεί η αλήθεια.
Γιατί η Ευρώπη, όπως την ξεσκίζει ο Μουαουάντ, δεν είναι τόπος, είναι τραπέζι ανατομής. Εδώ οι λέξεις δεν νανουρίζουν: σκαλίζουν το μέσα μας, ξεγυμνώνουν το παρελθόν, το κόβουν σε κομμάτια για να το καταπιούμε ξανά. Κι αυτό είναι το μεγαλείο της: δεν στεφανώνεται με δάφνες, δεν ποζάρει με τρόπαια, δεν σκεπάζει την ήττα με κορδέλες. Την σηκώνει στο φως, σαν παλιό τραύμα που ακόμα μολύνει — κι έτσι μένει ζωντανή. Όπως οι αρχαίοι τραγικοί, ξέρει: αν δεν πονέσεις, άνθρωπος δε γίνεσαι.
Κι είναι σπουδαίο που το βλέπεις: πως η Ευρώπη μας σώζει όσο ματώνει. Γιατί αλλού, η Ασία κυνηγά κέρδη, ιδεολογίες και φανατισμούς, μέχρι να χάσει το πρόσωπο πίσω από τους αριθμούς. Η Αφρική βογκά στους εμφύλιους, ξεσκισμένη από χέρια δικά της κι άλλων. Η Αμερική ακολουθεί κάθε φορά κι έναν μισότρελο έμπορο που πουλά όνειρα συσκευασμένα σε πλαστικό. Και η Ευρώπη; Αγκομαχά, παραπατά, ψάχνει γωνιά να ακουμπήσει, να βρει μια έξοδο απ’ τον ίδιο της τον εφιάλτη.Κι όσο στέκεται γυμνή πάνω στο τραπέζι του χασάπη, τόσο πιο πολύ μάς αντέχει. Γι’ αυτό αγωνιούμε γι αυτήν, γι αυτό πονάμε γι αυτή, γι αυτό την αγαπάμε, γιατί έχει τα κότσια να ξεγδαρθεί μπροστά μας. Και να πει: Δες με, εδώ πονάω, εδώ πεθαίνω, εδώ γεννιέμαι ξανά.
Η παράσταση αποτελεί μία διεθνή συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου με το ThéâtreNationaldeLaColline, του οποίου ο Μουαουάντ διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής εδώ και μία δεκαετία, και εντάσσεται στον κύκλο “ContemporaryAncients/Σύγχρονοι Αρχαίοι”, που έχει θεσπίσει το Φεστιβάλ με πρωτοβουλία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, και υλοποιείται με τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).
Για τη σύλληψη του έργου, ο δημιουργός εξήγησε: “Αυτό που θα ήθελα να πω είναι πως, είτε το δούμε ως μύθο είτε ως παραμορφωμένο είδωλο μιας αληθινής ιστορίας, η αρπαγή της Ευρώπης αποτελεί την πρώτη μεγάλη σφαγή, την αρχική βία. Μια γυναίκα αρπάζεται και μεταφέρεται αλλού, και πάνω σ’ αυτήν την αρπαγή θεμελιώνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός. Από αυτή την πράξη ξετυλίγεται ένα νήμα βίας — ένα νήμα που διαχρονικά απλώνεται πάνω στα σώματα των γυναικών. Κι αυτό το νήμα ήθελα να αγγίξω και να μιλήσω γι’ αυτό· όχι μέσα από τη λογική της εξιστόρησης, αλλά μέσω της μετάδοσης μιας εμπειρίας. Γιατί, από γενιά σε γενιά, δεν φτάνει πάντα η αφήγηση — πολλές φορές το μόνο που περνά είναι το τραύμα, η σιωπή του, το άρρητο. Ένα βάρος που κληροδοτείται όχι με λέξεις, αλλά με βλέμματα, σκιές και σώματα που κουβαλούν μνήμη, χωρίς να την εκφέρουν. Αυτή την αίσθηση προσπάθησα να αποτυπώσω στο έργο και την κουβαλώ στη διαδικασία της παράστασης. Δεν υπάρχει παραδοσιακή δομή —αρχή, μέση και τέλος— αλλά ένα παζλ, ένα σύνολο εικόνων, φωνών, σιωπών και σπασμένων κομματιών, που μπορούν να κλειδώσουν αναπάντεχα μεταξύ τους”.
Στην παράσταση όλα μαζί σκηνικό, φως, ήχος δημιουργούν ένα τοπίο που δεν είναι απλώς θέατρο: είναι ανοιχτή τομή, χώρος εξομολόγησης και επί τόπου θυσίας. Μέσα σ’ αυτόν τον λιτό καμβά, ο Μουαουάντ αφήνει την ποίησή του να στάζει στάλα, στάλα μαζί με τις ανάσες, το φως και τη σκιά.
Το λιτό, σκηνικό του EmmanuelClolus λειτουργεί σαν μια ουδέτερη μήτρα όπου το φως, ο ήχος και η κίνηση αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του LaurentSchneegans ζωγραφίζουν διαρκώς νέα τοπία πάνω στην ίδια γυμνή σκηνή: εναλλαγές φωτός και σκιάς, κοφτερές εστιάσεις που καρφώνουν το βλέμμα σε λεπτομέρειες, κόκκινες εκρήξεις, φωτιστικά ξαφνιάσματα με ανακριτικούς προβολείς, όλα συντονισμένα στις απαιτήσεις του έργου.Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη και το ηχητικό πλαίσιο της AnnabelleMaillard πλέκουν μια ακουστική παλίρροια: κοφτές μουσικές φράσεις δένουν απόλυτα με την κίνηση των σωμάτων, υπογραμμίζοντας ρήξεις και τα ξαφνικά, υπέροχα τινάγματα του κειμένου.
Στο τέλος αυτής της σπαρακτικής τελετουργίας, Ο Όρκος της Ευρώπης μένει μαζί μας σαν ανοιχτή πληγή, αλλά και σαν χάδι. Δεν είναι μόνο η λατρεμένη ΖιλιέτΜπινός που θα κρατήσουμε στη μνήμη, όσο κι αν η παρουσία της φώτισε τη σκηνή σαν θραύσμα σελήνης. Είναι κάθε σώμα που στάθηκε εκεί η Ευρώπη, η Μεγάρα, η Ζοβέτ, ο Ζάκαρι, φωνές που έφτιαξαν έναν χορό από ψίθυρους και κραυγές, μια χορωδία ανθρώπινου πόνου και ανεξιλέωτης τρυφερότητας.
Θα θυμόμαστε τα αιχμηρά φώτα που πάλλονταν μαζί με την ανάσα των ηθοποιών, τις λάμψεις που έπεφταν σαν μαχαίρια ή σαν δάκρυα στις πέτρες της Επιδαύρου. Τους ήχους και τα τραγούδια που στάθηκαν κόντρα στην αγριότητα, ειρωνικά κι όμως τόσο αληθινά. Θα θυμόμαστε τη μουσική που κυλούσε σαν ποταμός, άλλοτε γλυκιά, άλλοτε κοφτερή σαν ξυράφι.
Κι από πάνω απ’ όλα, σαν ομπρέλα από αστέρια, η ποίηση του Μουαουάντ. Μια ποίηση που δεν ζητά να λυτρώσει, μόνο να πει την αλήθεια, να ψάξει στα σωθικά, να βρει εκεί το παιδί που χάθηκε, τη μάνα που θρήνησε, τον ένοχο που ομολογεί. Αυτή η παράσταση μάς υπενθυμίζει πως το θέατρο, όταν είναι ζωντανό, είναι μια υπόσχεση: όσο οι λέξεις αντέχουν, κι εμείς μπορούμε να πονάμε και να αγαπάμε λίγο πιο αληθινά.