της Σίας Αναγνωστοπούλου, βουλευτή Αχαΐας Νέας Αριστεράς
Μετά το άρθρο του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη στο «Βήμα» (9/11), που βασικά του σημεία επανέλαβε στη συζήτηση στη Βουλή με αφορμή την επίκαιρη ερώτησή μου (10/11), ο δημόσιος διάλογος για τη Διάσκεψη των Παράκτιων Χωρών της Ανατολικής Μεσογείου διευρύνεται. Σε αυτόν το διάλογο στέκομαι, συζητώντας κάποιες προϋποθέσεις.
Σε εποχή έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, όπου κράτη λειτουργούν ως πολυπολικοί επιχειρηματίες και το διεθνές δίκαιο υποχωρεί μπροστά στην επιβολή του συμφέροντος του ισχυρού, ο περιφερειακός διάλογος μπορεί να εξελιχθεί σε γόνιμη και ανοικτή πρόκληση. Σε ένα θεσμικά συγκροτημένο πλαίσιο μάλιστα μπορεί να παραγάγει συλλογικά νοήματα ειρήνης και ευημερίας σε περιφερειακό επίπεδο, που ούτε οι πολυεθνικές ούτε η υπερδύναμη – υπερεπιχειρηματίας με τοπικούς εργολάβους, αλλά ούτε οι τριμερείς άξονες ή οι στρατηγικοί εταίροι μπορούν να παραγάγουν.
Πρώτον λοιπόν. Ισχυρός θεσμικός προσανατολισμός και σαφείς κανόνες. ΕΕ, Διεθνές Δίκαιο και ΟΗΕ συνιστούν ομπρέλες σημαντικές. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2027, όπου η Ελλάδα θα έχει την Προεδρία της ΕΕ, η Διάσκεψη των 5+5 θα πρέπει να τεθεί ως στόχος στην κατεύθυνση «κοινοτικοποίησης» των ζητημάτων της Ανατολικής Μεσογείου.
Ωστόσο, οι πρόσφατες «ιστορικές στιγμές» εκτός κανόνων κινδυνεύουν να «καπελώσουν» εκ προοιμίου τη Διάσκεψη στη στρατηγική των ΗΠΑ, «μεσοανατολικοποίησης» και νεο-αποικισμού της Ανατολικής Μεσογείου. Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, που αποτελεί ζήτημα της Διάσκεψης αλλά και διακύβευμα για το μέλλον της περιοχής, ήδη θυσιάζεται στο πλαίσιο των «ιστορικών στιγμών», ενώ εξουθενώνεται κάθε έννοια συλλογικού νοήματος.
Δεύτερον. Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί με σαφή στρατηγική, που ορίζεται από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις αλλά διαπραγματεύεται αναστοχαστικά τη διαδρομή από το 1974 έως σήμερα. Συνέπειες θεσμικών συνεχειών αλλά και ασυνεχειών ή αδρανειών στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επανεκκίνηση με θεσμική συνέχεια των διερευνητικών με την Τουρκία από εκεί που σταμάτησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000;
Στο Κυπριακό, αποτελεί το Κραν Μοντανά κομβικό σημείο βάσης στον στόχο επίλυσης του Κυπριακού με διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, κυρίως μετά την εκλογή του τουρκοκύπριου ηγέτη Ερχιουρμάν; Η στρατηγική των αξόνων συνέβαλε ή όξυνε τις αναθεωρητικές πολιτικές κρατών με βλέψεις περιφερειακής, ανταγωνιστικής ηγεμονίας (Τουρκία, Ισραήλ); Η Διάσκεψη αμφισβητεί μεν τους άξονες, όμως δεν τους εξουδετερώνει.
Τρίτον. Τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αποτελούν πρόκληση δημοκρατικής ωριμότητας, διαβούλευσης και δημόσιου διαλόγου. Ο δημόσιος διάλογος για τη Διάσκεψη ήδη άνοιξε με κείμενα προσωπικοτήτων που έχουν υπηρετήσει από θέσεις ευθύνης τη χώρα (Αλέξης Τσίπρας, Βαγγέλης Βενιζέλος, Χρήστος Ροζάκης και άλλοι). Η Ελλάδα έχει ανάγκη από θεσμική συνέχεια και μνήμη, από κουλτούρα συνεννόησης, όχι από ανταγωνισμό πατριωτισμών, όπως είδαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η διαδικασία της Διάσκεψης ίσως πάρει χρόνια. Δεν είναι μόνο μια (επικοινωνιακή) στιγμή. Τα εμπλεκόμενα κράτη έχουν ενεργείς διενέξεις (θαλάσσιες ζώνες) που δεν επιλύονται με ενεργειακές πολυεθνικές. Μοιράζονται όμως και κοινά ζητήματα (περιβάλλον, Μεταναστευτικό) που μπορούν να συγκροτήσουν συλλογικά νοήματα.
Η πενταμερής μπορεί να είναι ιστορική ευκαιρία, αν μετατραπεί σε διαδικασία θεσμικής ωρίμανσης για ολόκληρη την περιοχή. Η Ελλάδα οφείλει να ηγηθεί με αρχές, όχι με αυταπάτες ισχύος. Η εποχή της αδράνειας έχει τελειώσει. Η εποχή των ανταγωνισμών ισχύος ελλοχεύει κινδύνους. Εθνικό στοίχημα: πεδίο ειρήνης ή πεδίο πολέμου και «ενεργειακού παζαριού» η περιοχή;
(αναδημοσίευση από ΤΟ ΒΗΜΑ)
