Θεατρική κριτική: "Λα Νόνα", το έργο από το Ρεφενέ

της Τούλα Ηλιάδη – Μανιάκη, Καθηγήτρια γαλλικών – Αρχαιολόγος – Θεατρολόγος

Στην ΑΓΟΡΑ η grandma  (Nona) του Roberto Cossa, μια γριά αδηφάγος, ανοιακή.

Ο Cossa, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, έγραψε το πρώτο του θεατρικό 17 χρονών. Μπολιασμένος από τη σκηνή, το 1957 ίδρυσε το ανεξάρτητο θέατρο του San Isido μαζί με φίλους του. Νεορεαλιστής, δημοκράτης, θαυμαστής του Φιντέλ Κάστρο, συγγραφέας και σεναριογράφος, έλαβε μέρος σε πολιτιστικά τμήματα. Αποφεύγοντας να τονίζει τις πολιτικές αναφορές στις περιόδους που η Αργεντινή υπόφερε από τις Δικτατορίες της.

Στα επιτυχημένα γραπτά του τολμά να κατηγορήσει τα όσα περνά ο Αργεντίνικος, πονεμένος λαός. Τέλος, η δημοκρατία του 1983, του ξανοίγει πιότερο τα πνευματικά κατηγορητήρια, μαζί με άλλους διανοούμενους και συγγραφείς. Τα έργα του επιτυγχάνουν.

Έχει κερδίσει: τα βραβεία του Εθνικού Θεάτρου Αργεντινής και το Δημόσιας Κριτικής της Ισπανίας, το δε 2007 διορίστηκε Πρόεδρος της Γενικής Εταιρείας Αργεντινών Συγγραφέων.

Η Νόνα τον επιβάλλει  (1973) σ’ ολόκληρο τον κόσμο για τα πολιτικά δράματα της χώρας του και άλλων. Οι ρεφενέδες το απέδωσαν στην διπλή φάση.

Γιατί, αρχικά, νομίζω είναι δείγμα αυτών που υποφέρουν, είναι οι οικογένειες με ηλικιωμένα, ανοιακά, άτομα, σε συγκατοίκηση. Τα όσα συμβαίνουν είναι αφοπλιστικά: έξοδα, θυσίες, παραλογισμοί, φθορά ψυχική και σωματική.

Είναι όμως και το αλληγορικό, μεταφορικό μήνυμα: οι επιπτώσεις της Δικτατορίας, την γευτήκαμε, από το 1970, αρχικά. Θύματα, χρεωκοπίες, αδικίες, πλουτισμό των ημετέρων και ων ουκ έστι αριθμός. Απολύσεις, αξιώματα σε ανάξιους, αυλοκόλακες και άλλα, ο νοών νοήτω.

Το σαρκαστικό υπέδαφος της Νόνας, η κίνηση, ο ρυθμός, ξεπετάχτηκαν από την ευθύβολη σκηνοθεσία του Γιάννη Γεωργακάκη. Εκμεταλλεύτηκε το περιορισμένο σκηνικό του Θεόδωρου Στεφανίδη που αποκατέστησε την τέχνη του θεάτρου στον ελάχιστο χώρο.

Η μουσικότητα της Πέπης Γαλανοπούλου ήταν ανάλογα με τις σκηνές: εύθυμη, νατουραλιστική, θυελλώδης αλλά και ολιγόλεπτη αρμονία tango, σαν κράμα πάθους, θλίψης ή αισιοδοξίας.

Φοβερή η περιδίνηση της απίθανης Κατερίνας Λειβαδά (Nona), σπαστικός, νευρωτικός ο ρυθμός της. Υπηρέτησε την πολυσημία του έργου μέχρι τη σταδιακή αποσύνθεση των άλλων.

Διπλός ο Φρανσίσκο του Θεόδωρου Στεφανίδη, από υποψήφιος συμφεροντολόγος «γαμπρός» μέχρι τη χαμένη του διανόηση.

Επιτυχημένη στο έπακρον η εξέλιξη του αεικίνητου Τσίτσο, δήθεν ΄΄εξόχου μουσουργού΄΄, χαραμοφάη (Χρίστος Αβραντινής). Εχρωμάτισε μπρος στην απειλή της πείνας, τη φαντασιόπληκτη τέχνη του, στην εγκατάλειψη.

Ο Καρμέλο (Θεόδωρος Σίδερης) ήταν σωστός λαϊκός τύπος, με την εργώδη προσπάθεια για την επιβίωση της οικογένειας. Τα νευρικά του ξεσπάσματα χρωμάτιζαν τον φορτισμένο και αγωνιώδη νοικοκύρη.

Τον συνθέτη της ΄΄πεντάρας΄΄ Τσίτσο, αλλά και την αχόρταγη γιαγιά, συντρέχει πρόθυμα με τα σπαστά βήματά της η γέρικη Αννιούλα (Ουρανία Αναστασοπούλου) σαν ψυχόπονη αθώα ύπαρξη. Τελικά θα υποκύψει στις δυναμικές αποφάσεις όλων. Σωστό το ΄΄κατρακύλισμα΄΄ της απαστράπτουσας όμορφης Μάρτα  (Κων/να Σομαλακίδη), αμφιλεγόμενης ΄΄γόησας΄΄.

Στο τέλος, η ίδια η μητέρα της, αρχικά αυστηρή, καταλήγει να την εξωθεί στην πορνεία, αυτή η λογική, αυστηρή και προσγειωμένη Ιωάννα Καραθανάση (Μαρία). Αυτή και ο νεαρός Φελίπε (Ζωή Κοκολιού) έχουν πλήρως αντιληφθεί το δόκανο της Νόνας, με διαύγεια. Στον τελικό χαμό, σαν μοναχοί εναπομείναντες, ξεφεύγουν από τον επερχόμενο χαμό.

Έργο που επαληθεύει, στη νευρωτική εναλλαγή των τεκταινομένων, το εκρηκτικό των μηνυμάτων με λίγο γέλιο πολλή σκέψη. Αξίζει να μην το χάσει το πατραϊκό κοινό.