του Διονύση Γράψα*
Τα χτυπήματα της μοίρας έχουν τη δύναμη είτε να ατσαλώσουν μια ανθρώπινη ψυχή είτε να τη ρίξουν σε μια αμετάκλητη προσωπική έρημο. Ο Αντώνης Σαμαράς έχει γνωρίσει και τις δύο όψεις. Στα πολιτικά του χρόνια έζησε την περιθωριοποίηση από την ίδια την παράταξη που τον ανέδειξε, ιδιαίτερα στην περίοδο 1996–2004, όταν η Νέα Δημοκρατία τον κρατούσε σε απόσταση. Σήμερα βιώνει την πιο βαριά προσωπική απώλεια, τον θάνατο της κόρης του. Ένας άνθρωπος που έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά στην προσωπική του ζωή, ενδεχομένως να αισθάνεται πως τίποτα πια δεν μπορεί να τον νικήσει στο δημόσιο πεδίο.
Ο επικήδειος που εκφώνησε για το παιδί του συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ανέδειξε την κοσμοθεωρία του, στηριγμένη σε πίστη, παράδοση και αξιοπρέπεια, ενώ προκάλεσε συγκίνηση ακόμη και σε πολιτικούς του αντιπάλους. Μπροστά σε τέτοια προσωπική οδύνη, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν ένας άνθρωπος που έχασε το παιδί του μέσα σε δέκα ώρες μπορεί να διστάσει απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική αναμέτρηση. Για τον Σαμαρά, οι πολιτικές μάχες μοιάζουν πλέον μικρές σε σύγκριση με τη δοκιμασία που ήδη άντεξε.
Ο Μεσσήνιος πολιτικός διαπνέεται από επαναστατική νοοτροπία. Δεν υπολογίζει τους συσχετισμούς· βλέπει μόνο τον στόχο, ως κατεξοχήν πολιτικός διαχείρισης κρίσεων. Το απέδειξε το 1993 με τη ρήξη που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τη δημιουργία της Πολιτικής Άνοιξης, το 2012 με την επιστροφή του στην πρωθυπουργία σε συνθήκες χρεοκοπίας, και φαίνεται έτοιμος να το αποδείξει ξανά σήμερα. Για τον Σαμαρά, το ρίσκο είναι εργαλείο και όχι εμπόδιο, στοιχείο που καθόρισε την πολιτική του διαδρομή. Άλλωστε πολλοί προεξοφλούν πως ήταν ο αδιαφιλονίκητος διάδοχος του Κώστα Μητσοτάκη αν δεν έκανε την ρήξη με την ΠΟΛΑΝ, τον Ιούνιο του 1993. Ο Μιλτιάδης Έβερτ δεν θα είχε καμία τύχη απέναντί του.
Παράλληλα, είναι άνθρωπος των συμμαχιών που στηρίζονται σε προγραμματικό πλαίσιο. Έχει μετανιώσει, όπως λένε όσοι τον γνωρίζουν, για την απόφασή του να επαναφέρει το 2012 τη Ντόρα Μπακογιάννη στη ΝΔ, ώστε να ανακοπεί η επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ίδια του το «ξεπλήρωσε» το 2015, όταν για έξι συνεχείς μήνες ζητούσε την παραίτησή του, μέχρι που αποχώρησε μετά το δημοψήφισμα εκείνης της ταραχώδους χρονιάς. Εξίσου, θεωρεί πως η στήριξή του στον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2016, ως «απάντηση» στον καραμανλικό Ευάγγελο Μεϊμαράκη, εκπρόσωπο μιας εσωκομματικής τάσης που φλέρταρε με τον Τσίπρα, υπήρξε στρατηγικό λάθος που χάλασε το αφήγημά του για την «αριστερή παρένθεση».
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η φρασεολογία του. Αν και δηλώνει πως η σημερινή ΝΔ τον αποξένωσε αποκτώντας χαρακτηριστικά «Ποταμιού», αποφεύγει να μιλήσει για «Σημιτική ΝΔ». Γνωρίζει καλά ότι ο ίδιος συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την εμπροσθοφυλακή του εκσυγχρονισμού, με πρόσωπα όπως ο Γιάννης Στουρνάρας, ο Βασίλης Ράπανος και ο Γκίκας Χαρδούβελης, που στήριξαν τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Και τώρα, στα 74 του χρόνια, έχοντας τσακιστεί από τον θάνατο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, νιώθει ανίκητος. Αν προχωρήσει στη δημιουργία νέου φορέα, θα είναι το εκκωφαντικό υστερόγραφο μιας πορείας γεμάτης συγκρούσεις, ρίσκα και ιστορικά αποτυπώματα.
Στον πολιτικό Σαμαρά με σχεδόν πενήντα χρόνια στον πολιτικό βίο μπορεί να προσάψει κανείς πολλά. Ένα τσακισμένο όμως από την μοίρα πατέρα πως μπορεί κανείς να του αντιπαρατεθεί;
*Ο Διονύσης Γράψας είναι ιστορικός.