Του Aθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Χιλιάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στις 4 Νοεμβρίου του 1995 στη Πλατεία των Βασιλέων του Ισραήλ στο Τελ Αβίβ, που ονομάζεται σήμερα Πλατεία Ραμπίν. Ο τότε δεξιός ισραηλινός πρωθυπουργός αμφισβητούσε ότι η πλατεία θα γέμιζε. Για εβδομάδες ολόκληρες οι φραστικές επιθέσεις σε βάρος του από τον δεξιό χώρο δεν έλεγαν να κοπάσουν. Παράλληλα συγκλόνιζαν τη χώρα τρομοκρατικές ενέργειες Παλαιστινίων. Στη συγκέντρωση ο Γιτζάκ Ραμπίν μίλησε δημόσια για τα σχέδια του για ειρήνευση με τους Παλαιστινίους. Το συγκεντρωμένο πλήθος τον επιδοκίμασε και ο ίδιος δήλωσε μετά την ομιλία του σε ένα δημοσιογράφο: “Η βραδιά αυτή αποδεικνύει ότι οι Ισραηλινοί θέλουν ειρήνη“. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά ο ισραηλινός πρωθυπουργός δέχονταν δύο σχεδόν εξ επαφής πυροβολισμούς από τον νεαρό ισραηλινό εξτρεμιστή Τζιγκάλ Αμίρ και ξεψυχούσε λίγο αργότερο σε νοσοκομείο του Τελ Αβίβ.
Ο άνθρωπος που είχε υπογράψει συμφωνία ειρήνης με τους Παλαιστίνιους στο Όσλο, λέγοντας στον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ: «Εμείς που σας πολεμήσαμε σας λέμε σήμερα με δυνατή και ξεκάθαρη φωνή φτάνει πια το αίμα και τα δάκρυα. Αρκετά», δεν υπήρχε πια.
Οι φανατικοί του Ισραήλ είχαν δείξει ποιοι είναι, τι θέλουν και πως διαβάζουν την ιστορία . Αυτό κάνουν και σήμερα και δεν καταλαβαίνουν σε τι αυτοκαταδικάζονται. Θλιβερό δείγμα τύφλωσης και ιστορικής αμάθειας.
Πριν λίγο καιρό γράφαμε ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, στα δολοφονικά σχέδια μιας ισλαμικής μαφιόζικης οργάνωσης, για την οποίαν το Παλαιστινιακό είναι πηγή εξουσίας και θησαυρισμού, παίζει το παιχνίδι της. Είναι δε περίεργο, πως αυτός και η κυβέρνησή του, χωρίς πολλές σκέψεις, έπεσαν στην καλοστημένη δολοφονική παγίδα της Χαμάς, που στις 7 Οκτωβρίου 2023, αισθανόταν να εγκαταλείπεται από τον αραβικό κόσμο.
Σήμερα η πτώση στην παγίδα αυτή, προσλαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις για το Ισραήλ, το οποίο δείχνει να διαγράφει και ένα κομμάτι από την ιστορία του.
Ας δούμε όμως γιατί.
«……Σε επίσημη επιστολή προς τον Εμανουέλ Μακρόν, ο Μπενιαμίν Νετανιάγου κατηγόρησε τον Γάλλο πρόεδρο ότι «τροφοδοτεί την αντισημιτική φλόγα» στη Γαλλία ζητώντας διεθνή αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτος. Παρόμοιο μήνυμα στάλθηκε και στην αυστραλιανή πρωτεύουσα Καμπέρα. Αυτή η χειρονομία είναι εντυπωσιακή ως προς το περιεχόμενο της, τον χρόνο που ακολουθεί και τη λογική που μεταφέρει.
Στην επιστολή του, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου καλεί τον Εμανουέλ Μακρόν να «αντικαταστήσει την αδυναμία με δράση, τον κατευνασμό με θέληση» και του ζητά να το πράξει μέχρι την Εβραϊκή Πρωτοχρονιά, στις 23 Σεπτεμβρίου. Η επιβολή μιας τέτοιας εντολής με βάση ένα θρησκευτικό ημερολόγιο είναι ταυτόχρονα θρασύτατη και ανεύθυνη.
Ωστόσο, είναι θεμιτό, σχεδόν αναμενόμενο, για έναν Ισραηλινό πρωθυπουργό να ανησυχεί για την άνοδο του αντισημιτισμού: στην Ευρώπη και αλλού. Το κύμα βίας, απειλών και αντιεβραϊκής ρητορικής που παρατηρείται από τον Οκτώβριο του 2023 είναι αναμφισβήτητο. Από τον Οκτώβριο του 2023, η Γαλλία έχει βιώσει μια άνευ προηγουμένου έκρηξη αντισημιτικών πράξεων: 1.676 καταγράφηκαν το 2023 και 1.570 πράξεις καταγράφηκαν το 2024, γεγονός που καταδεικνύει μια ανησυχητική επιμονή αυτού του φαινομένου.
Για το έτος 2025, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου, καταγράφηκαν 504 αντισημιτικές πράξεις στη Γαλλία, μια μικρή μείωση σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024 (662), αλλά αυτό το σύνολο παραμένει 134% υψηλότερο από τον μέσο όρο στις αρχές του 2023.
Σημειώνουμε ότι πέρα από τη Γαλλία, στην οποία κατοικούν και περί τα 10 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, ο αντισημιτισμός ανεβαίνει διεθνώς, φαινόμενο που παραπέμπει σε άλλες εποχές.
Αλλά συνδέοντας άμεσα αυτό το κύμα μίσους με τη γαλλική διπλωματική στάση, ο Νετανιάχου ξεπερνά ένα κατώφλι: μια επιλογή εξωτερικής πολιτικής αναβαθμίζεται σε ρόλο πυροδότη απειλών κατά των Εβραίων. Αυτή η διατύπωση δεν είναι τυχαία. Συνδέοντας την αναγνώριση της Παλαιστίνης με τον αντισημιτισμό, ο Νετανιάχου δεν κρούει απλώς τον κώδωνα του κινδύνου: μετατρέπει μια κοινωνική τραγωδία σε διπλωματικό εργαλείο. Ο αντισημιτισμός παύει τότε να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομη μάστιγα, γίνεται ένα ρητορικό όπλο που έχει σχεδιαστεί για να απονομιμοποιήσει όποιον δεν τηρεί την τρέχουσα ισραηλινή γραμμή. Σε αυτή την ερμηνεία, η αναγνώριση της Παλαιστίνης θα ισοδυναμούσε με διευκόλυνση της εδραίωσης του αντιεβραϊκού μίσους. Η κριτική στην ισραηλινή πολιτική θα ενθάρρυνε έμμεσα τoυς επιτιθέμενους.
«…..Ωστόσο», γράφει ο ιστορικός Μάρκ Κνόμπελ, στο περιοδικό «Λε Πουάν», «……η γαλλική ιστορία επιβεβαιώνει το αντίθετο. Οι αναζωπυρώσεις του αντισημιτισμού – είτε προέρχονται από την άκρα δεξιά, από ισλαμιστικά κινήματα, απο διάφορους αριστερούς ή από άλλες θεωρίες συνωμοσίας – δεν περίμεναν ποτέ την διπλωματική ατζέντα του Μεγάρου των Ηλυσίων. Έχουν τις ρίζες τους σε αρχαίες παραδόσεις, που επανενεργοποιούνται με κάθε κρίση: από την Υπόθεση Ντρέιφους έως την άρνηση του Ολοκαυτώματος μετά τον πόλεμο, από τις τζιχαντιστικές επιθέσεις έως τις σύγχρονες θεωρίες συνωμοσίας, παρατηρούμε μια συνέχεια που υπερβαίνει κατά πολύ τις γεωπολιτικές συνθήκες. Στην αριστερά, για παράδειγμα, ο αντισημιτισμός: έχει βρει τις δικές του συγκεκριμένες μορφές, συχνά κρυμμένες κάτω από έναν ριζοσπαστικό αντισιωνισμό στον οποίο η κριτική του Κράτους του Ισραήλ συγχωνεύεται με την αμφισβήτηση των Εβραίων στο σύνολό τους.
Η απότομη έξαρση από το φθινόπωρο του 2023 πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: τον πόλεμο της Γάζας, την πόλωση των μέσων ενημέρωσης και τον διαδικτυακό ριζοσπαστισμό. Ενώ τα τρέχοντα γεγονότα στη Μέση Ανατολή και ορισμένες διπλωματικές θέσεις μπορεί να ρίχνουν λάδι στη φωτιά, απλώς αποκαλύπτουν ήδη βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις. Αυτός ο ρόλος ως προσωρινό έναυσμα δεν αρκεί για να εξηγήσει την άνοδο του μίσους: αποκαλύπτει και τροφοδοτεί πολύ παλαιότερες προκαταλήψεις – που υπάρχουν στη δεξιά, την αριστερά και στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό- οι οποίες επανεμφανίζονται με κάθε κρίση. Το αντισημιτικό μίσος, επομένως, δεν προκύπτει από μεμονωμένες γαλλικές αποφάσεις: προσκολλάται σε αυτές και τις χρησιμοποιεί ως άλλοθι, αλλά έχει τις ρίζες του αλλού.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που αποκαλύπτει η χειρονομίο ου Νετανιάχου είναι μια αποδεκτή πολιτική μέθοδος: η εργαλειοποίηση της κατηγορίας για αντισημιτισμό για να φιμώσει κάθε αντιπολίτευση, να περιορίσει τους αντιπάλους του στη σιωπή και να αποκλείσει τη συζήτηση. Αυτή η σκόπιμη χειραγώγηση ενός πραγματικού κινδύνου δεν τον καταπολεμά: τον υποβαθμίζει και υπονομεύει τη σοβαρότητά του. Αντί να ενισχύει την καταπολέμηση του μίσους, ο Νετανιάχου συμβάλλει στην αμφισβήτηση της ίδιας της ειλικρίνειας της καταγγελίας, δίνοντας την εντύπωση ότι ο αντισημιτισμός δεν αναγνωρίζεται πλέον ως καθολικός σκοπός, αλλά επιδεικνύεται σύμφωνα με τακτικά συμφέροντα. Και όλα αυτά συμβαίνουν εις βάρος του κεντρικού ζητήματος: οι εύλογες ανησυχίες της εβραϊκής κοινότητας γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, εκτρέπονται από τη σοβαρότητά τους για να εξυπηρετήσουν μια πολιτική στρατηγική. Η πραγματική αγωνία των Εβραίων υποβιβάζεται σε δεύτερο πλάνο, χρησιμοποιείται ως μοχλός σε μια διπλωματική αντιπαράθεση, ενώ αξίζει σεβασμό, ακρόαση και ειλικρινή δράση.
«…..Ο αντισημιτισμός σκοτώνει, αποκλείει και διασπά τις κοινωνίες. Η καταπολέμησή του απαιτεί ακλόνητη αποφασιστικότητα, συνεχή επαγρύπνηση και εγκατάλειψη κάθε υπολογισμού σκοπιμότητας. Μόλις μετατραπεί σε διπλωματικό επιχείρημα, διατρέχουμε τον κίνδυνο να τον υποβιβάσουμε σε ένα απλό εργαλείο που εξυπηρετεί εφήμερα συμφέροντα, προδίδοντας την καθολικότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα αυτού του αγώνα. Αυτό αποδυναμώνει ολόκληρη την αξιοπιστία του αγώνα κατά του μίσους……», γράφει ο Μαρκ Κνόμπελ.
Και κανείς δημοκράτης και ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να διαφωνήσει μαζί του.