Του Θέμη Μπάκα
Σε μια εποχή που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αναζητούν λύσεις για την ποιοτική βελτίωση της ζωής των πολιτών, η Ελλάδα ακολουθεί μια απολύτως αντίθετη πορεία. Η θεσμοθέτηση του 13ώρου εργασίας δεν είναι, απλώς, ένα κοινωνικά οπισθοδρομικό βήμα. Είναι η επίσημη επισφράγιση της εξουθένωσης του εργαζόμενου και της αποδοχής της φτωχοποίησης ως «κανονικότητας».
Η νέα πραγματικότητα στη χώρα μας είναι πλέον ξεκάθαρη: ο μέσος πολίτης χρειάζεται να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες από τους Ευρωπαίους για να καλύψει τα βασικά του έξοδα. Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, ενώ το κόστος ζωής, από τα καύσιμα και τη στέγαση μέχρι τα τρόφιμα, αυξάνεται αδιάκοπα.
Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, εφαρμόζουν ή δοκιμάζουν την τετραήμερη εργασία, μειώνοντας τις ώρες και αυξάνοντας την ποιότητα ζωής. Εμείς, στη χώρα του ήλιου και του τουρισμού, επιβάλλουμε 13ωρα μέσα στο λιοπύρι, χωρίς κανένα πραγματικό δίχτυ προστασίας!
Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του εργαζόμενο στον τουρισμό, του διανομέα, του οικοδόμου. Πώς μπορεί κάποιος να σταθεί σωματικά και ψυχικά μετά από 13 ώρες δουλειάς; Πού απομένει χρόνος για τη ζωή, την οικογένεια, την ξεκούραση, τη δημιουργικότητα, την ανθρώπινη υπόσταση;
Όμως, η πίεση στον πολίτη δεν σταματά στην εργασία. Από τον Ιούλιο καταργήθηκε το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους για τις εταιρείες καυσίμων και τροφίμων. Οι τιμές, ήδη, εκτοξεύονται, χωρίς φρένο. Το καλάθι της νοικοκυράς γεμίζει με κόπο, ενώ πολλές φορές, απλώς δεν γεμίζει.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι τράπεζες, τις οποίες οι Έλληνες φορολογούμενοι στήριξαν με επανακεφαλαιοποιήσεις τρεις φορές, μέσα σε μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, προχωρούν σήμερα σε χρεώσεις που προσβάλλουν κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα απλό έμβασμα πλέον μπορεί να κοστίζει, παρά τις υποσχέσεις για «μηδενισμό των προμηθειών». Ένα e-mail από τραπεζικό ίδρυμα σε πολίτες, τούς ενημέρωνε ότι ο λογαριασμός τους «αναβαθμίστηκε» με νέα μηνιαία χρέωση 0,80€.
Ακόμα πιο εξοργιστικό είναι το φαινόμενο των ΑΤΜ: σε όλη τη χώρα εμφανίζονται μηχανήματα αναλήψεων που δεν ανήκουν σε κανένα τραπεζικό ίδρυμα. Ο πολίτης χρεώνεται 1,50 ευρώ για να πάρει τα δικά του χρήματα. Αν το ΑΤΜ δεν είναι της «δικής του» τράπεζας, τότε πληρώνει και διατραπεζική προμήθεια, η οποία φτάνει στα 2,10 ευρώ, ανά ανάληψη. Και όμως, δημοσιεύματα αποκαλύπτουν ότι σε αυτές τις «ανεξάρτητες» εταιρείες ΑΤΜ συμμετέχει ως μέτοχος… τραπεζικό ίδρυμα . Δηλαδή, οι ίδιες κλείνουν τα καταστήματά τους, μειώνουν την πρόσβαση του πολίτη στις υπηρεσίες τους, και κατόπιν τον αναγκάζουν να πληρώνει για να εξυπηρετηθεί από ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχουν και κερδίζουν από αυτές.
Παράλληλα, τα ίδια τραπεζικά ιδρύματα προετοιμάζονται να μοιράσουν εκατομμύρια ευρώ σε μερίσματα στους μετόχους τους. Πώς μπορεί να θεωρείται αυτό κοινωνικά «δίκαιο», σε μια χώρα που ένας στους τρεις πολίτες ζει κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας;
Η συνολική εικόνα είναι ζοφερή: εργασιακή εξάντληση, ανεξέλεγκτο κόστος ζωής, τραπεζική αυθαιρεσία, και μια πολιτεία που μοιάζει περισσότερο να διευκολύνει τα συμφέροντα των λίγων, παρά να προστατεύει τους πολλούς.
Αυτό είναι το μέλλον που οραματιζόμαστε για τη νεολαία της Ελλάδας; Αυτός είναι ο τρόπος να κρατήσουμε τους νέους εδώ – αυτούς που δεν έφυγαν ή που διστάζουν ακόμα να φύγουν;
Η Ελλάδα του 2025, αν συνεχίσει έτσι, δεν κινδυνεύει μόνο να χάσει τους ανθρώπους της στο εξωτερικό. Κινδυνεύει να χάσει την ψυχή της στο εσωτερικό.
Γιατί, απλούστατα, μια κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί με 13 ώρες εξουθενωτικής εργασίας την ημέρα, με 2 ευρώ για να αγγίξει τα δικά της χρήματα, ούτε με «αναβαθμίσεις» που είναι στην ουσία υποβαθμίσεις. Μια κοινωνία μπορεί να σταθεί μόνο με δικαιοσύνη που αγκαλιάζει τους πολλούς, με μέτρο που βάζει φραγμούς στην απληστία, με φροντίδα που δεν λέγεται αλλά ασκείται στην πράξη.
Η ευημερία δεν είναι λογιστικό μέγεθος. Δεν μετριέται με ώρες δουλειάς, με δείκτες ανάπτυξης ή μερισματικές απολαβές. Μετριέται με τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να ζει με αξιοπρέπεια, να δημιουργεί χωρίς φόβο και να ελπίζει χωρίς ενοχές.
Αν θέλουμε μια Ελλάδα που να ανήκει σε όλους – όχι μόνο σε εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της εξουσίας και του πλούτου – τότε οφείλουμε να ξαναχτίσουμε από την αρχή. Με δικαιοσύνη που δεν κάνει διακρίσεις, με κανόνες που προστατεύουν, αντί να συνθλίβουν, με πολιτικές που γεννιούνται από την ανάγκη της κοινωνίας και όχι από τα συμφέροντα της αγοράς.
Γιατί μόνο έτσι στέκεται μια κοινωνία. Όχι πάνω στα ερείπια της κούρασης και της φτώχειας, αλλά πάνω στην αξιοπρέπεια, την ισότητα και τη ζωντανή ελπίδα ότι αυτός ο τόπος μπορεί – και πρέπει – να ανήκει σε όλους.
ΣΣ: Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαϊας.