του Διονύση Γ .Γράψα, ιστορικού
Οι εθνικές επέτειοι αποτελούν πάντα μια αφορμή για δημόσια αναστοχασμό, αλλά και για τον πειρασμό της υπεραπλούστευσης. Παραδοσιακά, η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτές υποκύπτει στη λογική του δίπολου «καλοί και κακοί». Μια λογική που, αν και συναισθηματικά φορτισμένη, παραμορφώνει την ιστορική πραγματικότητα. Η Ιστορία, άλλωστε, πρέπει να κατανοηθεί, αφού δεν είναι δυνατόν να βιωθεί. Κάθε προσπάθεια να μετατραπεί σε αφήγηση με ηθικά πρόσημα οδηγεί στην επιφανειακή κατανόηση γεγονότων που ήταν πολύ πιο σύνθετα απ’ όσο επιθυμεί ο δημόσιος λόγος να παραδεχτεί.
Στην περίπτωση των Ελλήνων, η πρόσληψη των σύγχρονων συμμαχιών και το δαιδαλώδες διεθνές τοπίο μπορούν να αλλοιώσουν την εικόνα που έχουμε για τους άλλους λαούς. Η ιστορική μνήμη επηρεάζεται από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο αντιαμερικανισμός αποτελούσε παράσημο αριστερής νομιμοφροσύνης. Όποιος κατακεραύνωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνταν «προοδευτικός» και κοινωνικά ευαίσθητος, ενώ η στάση αυτή μπορούσε να λειτουργήσει και ως προθάλαμος για τη διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων με αξιόλογες προοπτικές. Σήμερα, ωστόσο, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ είναι πιο ανέφελες από ποτέ, με την κραταιά υπερδύναμη να προσφέρει σοβαρές εγγυήσεις στο Αιγαίο και την Μεσόγειο. Η μεταστροφή αυτή σπάνια συνοδεύεται από έναν βαθύτερο στοχασμό για το πώς και γιατί αλλάζουν οι διεθνείς σχέσεις. Οι μύθοι όσο ανθεκτικοί και να είναι, κάποια στιγμή ξεθωριάζουν.
Η οικονομική κρίση, αλλά και η μεταγενέστερη υγειονομική, ανέδειξαν νέες ισορροπίες ανάμεσα στα κράτη. Κάποιες χώρες βγήκαν ενισχυμένες, άλλες έμειναν με πληγές που δύσκολα επουλώνονται. Η οικονομική κρίση, ειδικότερα, συντήρησε μια δυσμενή εικόνα των Γερμανών στη συνείδηση πολλών Ελλήνων. Οι αναφορές στις πολεμικές αποζημιώσεις και στο κατοχικό δάνειο χρησιμοποιήθηκαν πολλές-και σήμερα φυσικά- φορές στο εσωτερικό ακροατήριο ως «πιστοποιητικά» πατριωτισμού και εθνικής ακεραιότητας, όχι όμως ως αφορμές ιστορικής έρευνας ή ψύχραιμης αποτίμησης. Ο εντυπωσιασμός της ψηφοθηρίας δεν επιτρέπει περαιτέρω αναζητήσεις…
Ευτυχώς βέβαια, η ιστορική επιστήμη σπανίως εμπλέκεται σε τέτοιες απλουστεύσεις. Οι ιστορικοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αντιστέκονται στην εργαλειοποίηση του παρελθόντος. Και ορθώς πράττουν γιατί προφανώς τέτοιες συζητήσεις δεν αντέχουν και πολύ στην βάσανο της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Οι αψιμαχίες για το αν κάποιος λαός υπήρξε «καλός» ή «κακός» εξαντλούνται στα κουρασμένα πληκτρολόγια των κοινωνικών δικτύων, εκεί όπου οι «κακοί» μοιάζουν τρομακτικοί και οι «καλοί» εμφανίζονται ως αρνάκια. Εξάλλου, όπως είπε ο Τσαρούχης, «στην Ελλάδα, ό,τι δηλώσεις είσαι» — και, δυστυχώς, αυτό φαίνεται να ισχύει και για την Ιστορία. Στην εποχή που πλέον εγείρονται δημοσίως τα ερωτήματα του στυλ «ποιος δικαιούται να θεωρείται Έλληνας», η ανάλυση των καλών και των κακών μοιάζει με πολυτέλεια.
 
					
 
		 
		 
		 
		 
		 
		