Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την 27η Αυγούστου του 1955. Ήταν ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, όταν στα Βορίζια του Ηρακλείου, το περήφανο ριζίτικο χωριό των Αστερουσίων, ξέσπασε μια από τις πιο πολύνεκρες βεντέτες που καταγράφηκαν ποτέ στην Κρήτη.
Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, έξι κάτοικοι του χωριού έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκατέσσερις ακόμη τραυματίστηκαν σοβαρά, πολλοί από αυτούς ακρωτηριασμένοι.
Η αναδρομή αυτή στηρίζεται σε μαρτυρίες και στο έργο του αείμνηστου δικηγόρου, συγγραφέα και αντιδικτατορικού αγωνιστή Δημήτρη Ξυριτάκη, ο οποίος στο βιβλίο του «Λόγω τιμής – Ιστορίες κρητικής βεντέτας» (εκδόσεις Μελάνι, 2011) καταγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα και παραθέτει ακόμη και αποσπάσματα από το παραπεμπτικό βούλευμα της υπόθεσης. Όπως ο ίδιος, έτσι και εμείς, σεβόμενοι απόλυτα τη μνήμη των θυμάτων και των οικογενειών τους, αποφεύγουμε οποιαδήποτε αναφορά σε ονόματα ή αρχικά.
Η γιορτή του Αγίου Φανουρίου και το πρώτο αίμα
Η 27η Αυγούστου είναι από πάντα μια ξεχωριστή μέρα για τους Βοριζανούς, καθώς γιορτάζουν τον προστάτη του χωριού τους, τον Άγιο Φανούριο. Εκείνο το Σάββατο του 1955, το χωριό φορούσε τα γιορτινά του. Το πανηγύρι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Από νωρίς, οι παρέες είχαν στηθεί στα καφενεία και στις αυλές, η λύρα αντηχούσε, οι μαντινάδες αντάλλασσαν χαμόγελα και οι μπαλοθιές έσκιζαν τον αέρα. Το κρασί και η ρακή έρρεαν άφθονα. Η χαρά και η μέθη μπλέκονταν σ’ ένα μεθυστικό μείγμα ελευθερίας και περηφάνιας, χαρακτηριστικό των κρητικών πανηγυριών.
Κι όμως, κάτω από τον ρυθμό της λύρας, κάτι σκοτεινό κυοφορούταν. Σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο Δημήτρης Ξυριτάκης, σ’ ένα καφενείο του χωριού καθόταν ένας 38χρονος άνδρας, μαζί με άλλους συγχωριανούς. Κάποια στιγμή, ένας 31χρονος συγχωριανός του τον πλησίασε και, χωρίς προειδοποίηση, του κατάφερε μαχαιριά στην πλάτη. Ο 38χρονος έπεσε αιμόφυρτος στο πάτωμα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή μέσα σε δευτερόλεπτα. Το πανηγύρι πάγωσε. Το πρώτο αίμα είχε χυθεί.
Τα αίτια του φόνου, όπως αναφέρει ο Ξυριτάκης στο βιβλίο του, δεν είναι ξεκάθαρα. Το παραπεμπτικό βούλευμα κάνει λόγο για έναν παλαιότερο καβγά μεταξύ των δύο ανδρών, με αφορμή κάποια καυσόξυλα. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο 38χρονος δεν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό συγγενή του δράστη, γεγονός που θεωρήθηκε προσβολή. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο νεκρός αποθάρρυνε τον κόσμο από το να πηγαίνει στο καφενείο του 31χρονου. Όποια κι αν ήταν η αφορμή, η μοίρα είχε αποφασίσει να γράψει εκείνη τη νύχτα μια τραγωδία που θα έμενε στην ιστορία.
Από τη στιγμή που έγινε γνωστός ο φόνος, το πανηγύρι μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Συγγενείς και φίλοι των δύο πλευρών άρπαξαν τα όπλα. Ένας νεαρός συγγενής του δράστη, που ανέβηκε στον εξώστη του σπιτιού του για να δει τι συνέβαινε, δέχθηκε σφαίρα στην κοιλιά και έπεσε νεκρός. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας τρίτος άνδρας δέχθηκε πυρά από πολυβόλο και σκοτώθηκε επιτόπου. Το χωριό είχε παραδοθεί στο χάος.
Η χειροβομβίδα, οι δεκατέσσερις τραυματίες και η επέμβαση του Στρατού
Όπως αναφέρει ο Ξυριτάκης, λίγο μετά τους πρώτους πυροβολισμούς, η κατάσταση ξέφυγε εντελώς από κάθε έλεγχο. Ένας άλλος κάτοικος του χωριού πέταξε χειροβομβίδα στην αυλή του σπιτιού του πρώτου νεκρού. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν τρεις ακόμη άνθρωποι, ένας άνδρας και δύο γυναίκες, ενώ δεκατέσσερις συγχωριανοί τραυματίστηκαν σοβαρά, πολλοί εκ των οποίων ακρωτηριάστηκαν. Ολόκληρο το χωριό μετατράπηκε σε νοσοκομείο πεδίου. Σπαρακτικές κραυγές, καπνοί και πανικός σκέπαζαν τη γιορτή που είχε ξεκινήσει με τραγούδια και ευχές.
Η είδηση για το μακελειό διαδόθηκε αστραπιαία στο Ηράκλειο. Ισχυρή δύναμη της Χωροφυλακής έσπευσε στο χωριό, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη. Λίγο αργότερα, στα Βορίζια κατέφτασε και μια διμοιρία του Στρατού, για να αποτραπούν τα χειρότερα. Γιατροί και νοσοκόμοι μεταφέρθηκαν από το Ηράκλειο, προκειμένου να περιθάλψουν τους τραυματίες, ενώ για μέρες ο τοπικός και αθηναϊκός Τύπος ασχολούνταν με το πρωτοφανές αιματοκύλισμα.
Πρωτοσέλιδα εφημερίδων μιλούσαν για «τη βεντέτα που σόκαρε την Κρήτη» και για «το χωριό που χόρεψε με το θάνατο».
Τον Ιούνιο του 1956, λιγότερο από δώδεκα μήνες μετά το τραγικό περιστατικό, εκδόθηκε η απόφαση του Β’ Κακουργιοδικείου Αθηνών. Το δικαστήριο καταδίκασε τρεις άνδρες σε ποινές κάθειρξης 25, 20 και 10 ετών αντίστοιχα. Μα οι πραγματικές ποινές δεν ήταν εκείνες που επιβλήθηκαν στις αίθουσες, ήταν οι πληγές, η ντροπή, και το βαρύ φορτίο της μνήμης που έμελλε να κουβαλά το χωριό για δεκαετίες.
Η σιωπηλή μνήμη των Βοριζίων
Όπως γράφει ο Δημήτρης Ξυριτάκης στο βιβλίο του, οι Βοριζανοί παραμένουν περήφανοι για τον Άγιο Φανούριό τους, που κάθε χρόνο τιμούν στις 27 Αυγούστου με το δικό τους τρόπο. Το πανηγύρι συνεχίζεται, αλλά όχι όπως παλιά. Οι άνθρωποι συγκεντρώνονται στην πλατεία, ανάβουν κεράκια, προσεύχονται και τρώνε μαζί. Όμως πια, δεν παίζει λύρα, δεν ακούγονται μαντινάδες, δεν ρίχνονται μπαλοθιές και – πάνω απ’ όλα – δεν καταναλώνεται αλκοόλ.
Όπως σημειώνει ο Ξυριτάκης:
«Οι φιλότιμοι Βοριζανοί θέλουν με τον τρόπο αυτό να τιμήσουν τα αθώα θύματα του αιματηρού δράματος της 27ης Αυγούστου 1955, που κόστισε τη ζωή σε έξι ανθρώπους και την αρτιμέλεια σε άλλους δεκατέσσερις συγχωριανούς τους. Ίσως ακόμη, με το συμβολικό αυτό τρόπο, της αποχής από την οινοποσία, να θέλουν να δείξουν ποια ήταν η αιτία του κακού. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως το πολυάνθρωπο αυτό φονικό δε θα γινόταν, αν οι μονίμως οπλοφορούντες άνδρες του χωριού δεν είχαν καταναλώσει απίστευτα μεγάλες ποσότητες κρασιού και τσικουδιάς».
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, η 27η Αυγούστου παραμένει ημέρα μνήμης και περισυλλογής. Οι Βοριζανοί, με τη σιωπή τους, με τη νηφαλιότητα και τη σεμνότητά τους, στέλνουν ένα μήνυμα που ξεπερνά τα σύνορα του χωριού τους: ότι καμία τιμή, καμία περηφάνια και κανένα γλέντι δεν αξίζει όσο η ανθρώπινη ζωή. Κι ότι οι πληγές του αίματος, όσο βαθιές κι αν είναι, μπορούν να μετατραπούν, μέσα από τη μνήμη και τη συγχώρεση, σε μαθήματα ειρήνης.
Πηγή και πληροφορίες από Δημήτρη Ξυριτάκη, δικηγόρο και συγγραφέα του βιβλίου «Λόγω τιμής – Ιστορίες κρητικής βεντέτας»
zougla
