του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν πρωτογνώρισα τον Τάσο Γιαννίτση, πριν πολλά χρόνια, , ο βασικός του προβληματισμός, ήταν αυτός με τον οποίον ξεκινά η εισαγωγή του στο βιβλίο του και στην οποίαν, μεταξύ άλλων γράφει:
«Από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, τα μεγάλα ερωτήματα της οικονομικής πολιτικής ήταν πώς η Ελλάδα, μια χώρα που τότε κατατασσόταν στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, θα προωθούσε την οικονομική της ανάπτυξη, πώς θα ξεπερνούσε τα πλήγματα της Κατοχής και της εμφύλιας σύγκρουσης και πώς θα εξελισσόταν κοινωνικά και πολιτικά στα χνάρια των τότε αναπτυγμένων χωρών. Η διαδρομή που ακολούθησε ήταν αυξητική, αλλά όχι με γραμμικό τρόπο. Εκτός από ταλαντώσεις ή παρεκκλίσεις, που κάθε χώρα βιώνει, η πορεία της χώρας βρέθηκε αντιμέτωπη με τρία θεμελιακά ρήγματα: την κατάργηση της δημοκρατίας και την επιβολή δικτατορίας το 1967, την απόπειρα κατάλυσης της πολιτειακής τάξης στην Κύπρο με τη συνακόλουθη τουρκική εισβολή και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1974, και την οικονομική κατάρρευση του 2009-2010.
Το 1983, σε ένα από τα πρώτα κείμενά μου για την ανάπτυξη της χώρας, σε μια περίοδο στην οποία κρίση, αποβιομηχάνιση και πολιτικές ανακατατάξεις άλλαζαν ριζικά το τοπίο μέσα στο οποίο κινούνταν η οικονομία, θεωρούσα ότι «η σημερινή περίοδος είναι μια από τις στιγμές που διευκολύνουν την αναλυτική θεώρηση και τις πολιτικές επιλογές, που επιτρέπουν να μπουν οι βάσεις για μια νέα μορφή ανάπτυξης. Οι επιλογές που τελικά θα γίνουν, και ο τρόπος με τον οποίο η οικονομία θα πετύχει να ξεπεράσει την κρίση αυτή, θα προσδιορίσουν για σημαντικό διάστημα το είδος, τη μορφή, τις προοπτικές και τα όρια της κοινωνίας που θα διαμορφωθεί, όπως οι επιλογές που έγιναν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία προσδιόρισαν τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής ανάπτυξης». Τότε, ακόμα, υπήρχαν βεβαιότητες, υπήρχαν χώρες, η εξέλιξη των οποίων μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για την Ελλάδα, υπήρχαν κενά που ήταν ρεαλιστικό ή υπήρχε η προσδοκία ότι θα μπορούσαν να καλυφθούν, έστω εν μέρει.
Πενήντα χρόνια αργότερα, σήμερα, θα ήταν σκόπιμο να γίνει ένας ειλικρινής απολογισμός. Γιατί αυτή η αντίθεση μεταξύ προσδοκιών και μαχητικότητας για κάτι καλύτερο (το 1974) και κατάρρευσης (το 2009-2010); Τι προσέθεσαν τόσες γενιές σε όσα παραλάβαμε το 1974; Δημοκρατικούς θεσμούς με ισχυρές αδυναμίες; Υλικό πλούτο και ευημερία; Αξίες; Ένα αποτελεσματικό κράτος; Ένα κοινωνικό κράτος; Μια ισχυρότερη διεθνοπολιτική παρουσία; Απρονοησία και ουτοπικές ψευδαισθήσεις; Ένα μείγμα των παραπάνω;»
Στα ερωτήματα αυτά και στον γόνιμο προβληματισμό που εμπεριέχουν, ο συγγραφέας απαντά με έναν μοναδικό περιγραφικό τρόπο, ο οποίος πριν από όλα δείχνει άνθρωπο με βαθιά κριτική σκέψη και απαλλαγμένη ιδεολογικών στερεοτύπων γνώση.
Όπως γράφει ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Κώστας Κωστής στα Προλεγόμενα του βιβλίου, «ο Τάσος Γιαννίτσης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό κοινό. Η πρόσφατη υποψηφιότητά του για το αξίωμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας αποτελεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, την κορύφωση μιας ακαδημαϊκής και πολιτικής σταδιοδρομίας ιδιαίτερα ζηλευτής. Ωστόσο, στο πέρασμα των χρόνων η πολιτική σταδιοδρομία είναι εκείνη που αφήνει το αποτύπωμά της σε σχέση με το όνομα του Τάσου Γιαννίτση και πολύ λιγότερο η επιστημονική. Μοιραία συνέπεια, θα πουν πολλοί, και δεν θα έχουν, ως έναν βαθμό, άδικο. Η «μεταρρύθμιση Γιαννίτση» είναι εκείνη που έχει μείνει και μνημονεύεται σε σχέση με το πρόσωπο του, τη στιγμή που σωρεία άλλων παρεμβάσεων του στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας παραμένουν παραγνωρισμένες. Στην ίδια λογική και η επιστημονική παραγωγή του υποβαθμίζεται πολύ συχνά σε σύγκριση με την πολιτική δραστηριότητα του.
Και όμως ο Τάσος Γιαννίτσης, ακόμη και στις εποχές που ήταν «φορτισμένος» και επιβαρυμένος με άλλα, πολιτικά ως επί το πλείστον καθήκοντα, δεν σταμάτησε να κάνει πολιτικές παρεμβάσεις με ακαδημαϊκό περιεχόμενο, δηλαδή να δημοσιεύει βιβλία και γενικότερα κείμενα που αφορούσαν την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας».
Ασφαλώς δε, αυτό κάνει και σήμερα ο συγγραφέας, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες για τη διαδικασία οικονομικού μετασχηματισμού που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και με βάση αυτές τις εμπειρίες και γνώσεις που απέκτησε στην διάρκεια της περιόδου που περιγράφει, ο Τάσος Γαννίτσης επισημαίνει ότι η χώρα βρέθηκε σε «ιδεολογική και πολιτική διάσταση με βασικά στοιχεία-κλειδιά της σύγχρονης ανάπτυξης, καθώς χαρακτηρίστηκε από έναν ιδιότυπο αρνητισμό για πολιτικές όπως»: α} η ενίσχυση του παραγωγικού της συστήματος μέσα από μεταρρυθμίσεις ενός ευρύτερου φάσματος σχέσεων, όπως εκπαιδευτικό σύστημα, έρευνα-καινοτομία, φορολογικό σύστημα, κοινωνική προστασία, παραοικονομία, φοροδιαφυγή, επίτευξη εύκολου κέρδους και προσόδων, β}. αναπροσανατολισμός των επενδύσεων από συγκριτικά εύκολες και τεχνολογικά απλές δραστηριότητες που οδηγούν σε ανθεκτικότερες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, γ.} ενίσχυση της εξωστρέφειας, ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να επωφεληθούν από τις διεθνείς αγορές, δ}. ανεύρεση συναινετικών διαδικασιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων, ώστε να υπάρξει σύγκλιση απόψεων σε κρίσιμα ζητήματα και ε}. η συγκρότηση ενός κράτους που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.»
Και το ερώτημα που τελικά θέτει στον ίδιο τον εαυτό του ο Τάσος Γιαννίτσης και συνοψίζει όλη τη συλλογιστική του βιβλίου του βρίσκεται στις εξής λίγες γραμμές: «Δεν αναρωτιόμαστε γιατί η άρνηση μας να ακολουθήσουμε μια ρεαλιστική γραμμή χωρίς ψευδαισθήσεις για το αύριο οδηγεί συστηματικά σε αυτό που φοβόμαστε: μια πραγματικότητα που σταθερά διαψεύδει τις συλλογικές προσδοκίες μας για το μέλλον».
Και από την άποψη αυτή, ο Τάσος Γιαννίτσης, θα έπρεπε ίσως να ηγηθεί μιας προσπάθειας που θα επέτρεπε σε ευρύ κοινωνικό επίπεδο να γίνουν γνωστές οι πραγματικές προκλήσεις της εποχής μας.
Γεωπολιτικές ανακατατάξεις, μεταναστευτικά ρεύματα, τεχνητή νοημοσύνη, ασιατική ανάδυση στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, υπερπληθυσμός της Αφρικής, πρόκληση της μακροζωίας, πολιτιστική κρίση του δυτικού κόσμου, υβριδικοί πόλεμοι και άνοδος του αυταρχισμού, είναι μια σειρά από καίριες προκλήσεις, που κάθε άλλο παρά συνάδουν με την εγχώρια γελοιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης και τη σταδιακή έκπτωση μιας δημοσιογραφίας που μάχεται τη μάθηση.
Ακόμα χειρότερα, όσο στη χώρα θα παραμένουν στο προσκήνιο οι δυνάμεις που ακύρωσαν «τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση» των αρχών του 21ου αιώνα, το μέλλον της θα παραμένει στην καλύτερη περίπτωση μέγα ερωτηματικό.
