Μια κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της ανοίγει πάγια τα εξής ζητήματα: α) συνταγματική αναθεώρηση, β) εκλογικό νόμο και γ) εξεταστικό σύστημα. Η παρούσα κυβέρνηση άνοιξε χρονικά πρώτο το εξεταστικό σύστημα, μέσω της συγκρότησης της “Επιτροπής Λιάκου”, η οποία προ ημερών έδωσε στη δημοσιότητα ένα πόρισμα προτάσεων για το σύστημα πρόσβασης στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο κινείται γύρω από δύο άξονες: πρώτον, την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων όπως τις ξέραμε μέχρι σήμερα (και καθιέρωση 4 χρόνων στο γυμνάσιο και 2 στο λύκειο) και δεύτερον, τη θέσπιση ενός συστήματος κατάρτισης μηχανογραφικού που ανταμείβει τις πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων.
Σκοπός των προωθούμενων αλλαγών είναι η απαγκίστρωση του λυκείου από την πρόσβαση στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο δικαίως χαρακτηρίζεται ως εξεταστικό κέντρο προθάλαμος σε ΑΕΙ και ΤΕΙ και ο υποψήφιος να μπαίνει στην σχολή που είναι περισσότερο κοντά στις προτιμήσεις του και όχι σε σχολές που του είναι εντελώς αδιάφορη. Εντούτοις, μολονότι οι προτεινόμενες αλλαγές έχουν το στοιχείο της καινοτομίας, επί της ουσίας δεν πετυχαίνουν τον σκοπό που υποτίθεται φέρουν. Κι αυτό γιατί εξακολουθεί η εξάρτηση του Λυκείου με το Πανεπιστήμιο (όπου αντί να υπάρχουν πανελλαδικές εξετάσεις θα υπάρχουν ενδοσχολικές), αλλά και γιατί πάντοτε θα υπάρχουν υποψήφιοι που δεν περνούν στη σχολή της αρεσκείας τους.
Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος κίνδυνος, που υποτίθεται απέτρεπε το μέχρι σήμερα σύστημα εισαγωγής: Της υποκειμενικότητας. Η κοινή παραδοχή ήταν ότι ναι μεν οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένα σύστημα που στραγγαλίζει τη γνώση και τους υποψηφίους, αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένα αδιάβλητο και αμερόληπτο σύστημα, ένα κοινό κριτήριο που ισχύει για όλους, μια κοινή δοκιμασία που πρέπει να περάσουν όλοι, ανεξαρτήτως περιοχής, εισοδήματος και παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Εφόσον προκριθεί η επιλογή των ενδοσχολικών εξετάσεων, καθιερώνουμε ένα σύστημα που ακόμη δεν είμαστε έτοιμοι, γιατί πολύ απλά υπάρχουν τρομακτικές ανισότητες στις σχολικές μονάδες, στο εκπαιδευτικό προσωπικό, αλλά μεταξύ γεωγραφικών περιοχών: Άλλου είδους εκπαίδευση παρέχεται στα αστικά κέντρα κι άλλη στην επαρχία, σε ανεπτυγμένα και λιγότερο ανεπτυγμένα προάστια. Πέρα όμως των ανισοτήτων, ενυπάρχει κι άλλη μια στρέβλωση: Πολλά μικρά κλειστά συστήματα ανά την Επικράτεια.
Πώς μπορεί κανείς να αντιληφθεί τα “πολλά μικρά κλειστά συστήματα;” Αφενός, οι σχολικές μονάδες μεταξύ τους είναι εντελώς απομονωμένες. Ελάχιστη συνεργασία και συνεργατικότητα υπάρχει μεταξύ τους, πόσο μάλλον μεταξύ εκπαιδευτικών που διδάσκουν το ίδιο αντικείμενο σε μια πόλη ή έναν νομό. Αφετέρου, η βαθμολόγηση των ενδοσχολικών εξετάσεων κινδυνεύει να γίνει ένα προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ μαθητών και καθηγητών. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Είμαι εγώ μαθητής σ’ ένα Λύκειο του Αιγάλεω Αττικής και επειδή οι καθηγητές μου είναι γενναιόδωροι και ανταμείβουν τον κόπο που καταβάλλω, στο τέλος της χρονιάς με “προικίζουν” με μια πολύ καλή βαθμολογία που μου επιτρέπει να κοιτάξω προς τις σχολές που θέλω. Από την άλλη έχουμε έναν μαθητή που φοιτεί σ’ ένα λύκειο του νομού Ηλείας, το οποίο δεν είναι τόσο γενναιόδωρο όσο το δικό μου και στις ενδοσχολικές εξετάσεις τον “τσεκουρώνει”, ψαλιδίζοντάς του την ευκαιρία να περάσει στη σχολή που επιθυμεί και την οποία επιθυμώ και γω. Μεταξύ των δύο, εγώ έχω το προβάδισμα, γιατί έτυχε να φοιτώ στο συγκεκριμένο σχολείο και μπορεί να έχω καταβάλλει λιγότερη προσπάθεια από τον συμμαθητή μου στο λύκειο του νομού Ηλείας.
Ο συνδυασμός λοιπόν της απομόνωσης και της υποκειμενικότητας δημιουργεί πολλές μικρές εστίες κλειστών συστημάτων κι αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό και ανεκτό. Επί της αρχής, η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και η ελεύθερη πρόσβαση στη τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μια πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση του “ανοιχτού” και μιας γενναίας άρσης των αποκλεισμών, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμη και εν προκειμένω το εξής:
Αναμφίβολα η βαθμολόγηση ενός γραπτού ή μιας μαθητικής επίδοσης είναι αυστηρά μια προσωπική κρίση του διδάσκοντος, ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον υποψήφιο. Ωστόσο ο διδάσκων αυτός δεν ελέγχεται και ουδείς γνωρίζει ούτε τι μάθημα κάνει, ούτε τα κριτήρια με τα οποία βαθμολογεί. Όλοι, από τον υποψήφιο μέχρι τους γονείς και την εκπαιδευτική κοινότητα βλέπουν το τελικό προϊόν, τον παραδοτέο βαθμό και τίποτε περισσότερο. Αυτό όμως δεν αρκεί. Είναι αναγκαίο να αποτραπεί το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν στεγανά κι αν δημιουργηθούν, πρέπει άμεσα να σπάσουν. Πώς;
Πρέπει οι σχολικές μονάδες και οι διδάσκοντες να μάθουν να συνεργάζονται και για να γίνει αυτό θα βοηθήσει το διαδίκτυο και η ανοιχτή πρόσβαση σε δεδομένα. Ειδικότερα, θα μπορούσε σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα να είναι συνδεδεμένο όλο το διδακτικό προσωπικό, είτε σε επίπεδο πόλης, είτε περιφέρειας ή ακόμη και επικράτειας. Το διδακτικό προσωπικό θα μπορούσε να είναι οργανωμένο ανά κλάδο (π.χ. φιλολόγοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί κοκ) και μ’ έναν απλό κωδικό να έχουν πρόσβαση σε μια βάση δεδομένων, όπου ο κάθε διδάσκων θα ανταλλάσσει απόψεις με τους συναδέλφους του για μια ευρεία γκάμα θεμάτων που αφορά την καθημερινή διδασκαλία, από την παρουσίαση του μαθήματος, τη διδακτέα ύλη, αλλά και την διενέργεια εξετάσεων και την βαθμολόγηση γραπτών, πάντοτε με όρους ανωνυμίας του μαθητή και σεβασμού των προσωπικών δεδομένων. Αυτό το forum όμως θα έχει και μια παραπάνω λειτουργία:
Όταν έρθει η ώρα διεξαγωγής των ενδοσχολικών εξετάσεων π.χ. στα Αρχαία Ελληνικά και εγώ είμαι καθηγητής σ’ ένα λύκειο στο Αιγάλεω που θα κληθώ να διορθώσω τα γραπτά των υποψηφίων, μέσα από τη διαδικτυακή πλατφόρμα θα επιλέγονται τυχαία και μέσω αλγορίθμου και ανώνυμα προς τα έξω 10 φιλόλογοι από την περιφέρεια ή τον νομό που ανήκει το σχολείο στο οποίο διδάσκω και οι οποίοι εντός μιας προθεσμίας π.χ. 3 ημερών θα δίνουν έναν ενδεικτικό “συμβουλευτικό βαθμό” για τα γραπτά που τίθενται σε διαβούλευση. Και αφού οι φιλόλογοι της περιφέρειας θα έχουν δώσει τη συμβουλή τους, από το ίδιο σύστημα θα επιλέγονται πάλι τυχαία και ανώνυμα άλλοι 2 φιλόλογοι από όλη την επικράτεια αυτή τη φορά, οι οποίοι θα δίνουν με τη σειρά τους εντός μιας ενδεικτικής προθεσμίας έναν συμβουλευτικό βαθμό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών.
Για να το μαζεύουμε, στο τέλος θα προκύπτουν 3 βαθμοί, του διδάσκοντα που θα είναι και ο καθοριστικός και των δύο ad hoc επιτροπών σε επίπεδο περιφέρειας και επικράτειας. Αυτοί οι 3 βαθμοί θα δημοσιεύονται στον πίνακα αποτελεσμάτων του σχολείου, προκειμένου ο μαθητής να έχει μια πληρέστερη εικόνα της επίδοσής του. Εκτός αυτού, ο ίδιος ο διδάσκων όχι μόνο θα λογοδοτεί με όρους διαφάνειας απέναντι στον μαθητή, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς θα έχει λάβει ένα απίστευτο feedback από τους συναδέλφους του, ανταλλάσσοντας διαρκώς ιδέες και προτάσεις για τον τρόπο που διδάσκει και βαθμολογεί το μάθημα. Και επί της ουσίας τόσο ο γραπτός, όσο και ο προφορικός βαθμός θα είναι προϊόν αυτής της διαβούλευσης, προάγοντας όχι τόσο την ομοιογένεια και την ομοιομορφία που μέχρι τώρα προέκρινε το Υπουργείο Παιδείας, αλλά τη συνεργασία και τηστήριξη μεταξύ των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα αισθάνονται περισσότερο ότι ανήκουν σε μια κοινότητα (γιατί να μην υπάρχει και ανταλλαγή προτάσεων για τα θέματα που θα “πέφτουν” στις ενδοσχολικές εξετάσεις).
Μα πολύ περισσότερο θα προωθηθεί η ανοιχτότητα, προκειμένου ο μαθητής να αισθανθεί ότι η γραπτή του επίδοση δεν θα κριθεί με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια, αλλά και ο εκπαιδευτικός να μην νιώσει σε καμία στιγμή απομονωμένος ή “μικρός Θεός”, του οποίου η προσωπική απόφαση μπορεί να φτιάξει ή να καταστρέψει τη ζωή ενός νέου ανθρώπου.
Καταληκτικά, η παραπάνω πρόταση προφανώς και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τελική ή άρτια, αλλά θα πρέπει να μείνει η λογική που θέλει να προάγει: το σπάσιμο των στεγανών και η απομόνωση μεταξύ των εκπαιδευτικών και η προώθηση της συνεργατικότητας μεταξύ τους, με όρους διαβούλευσης και διαφάνειας. Και βεβαίως αυτή η πρόταση διανύει τη “μισή διαδρομή” για το πώς αποκτούμε έναν βαθμό ή ένα απολυτήριο για να μπει κάποιος στο πανεπιστήμιο. Η υπόλοιπη μισή διαδρομή είναι να περιγραφεί σε ποιο πανεπιστημιακό ή τεχνολογικό ίδρυμα θα εισαχθεί ο υποψήφιος, θέμα που μπορεί να αναπτυχθεί σε επόμενη ανάρτηση.
Και μια τελευταία υπόμνηση: Αν τελικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής Λιάκου λάβουν τη μορφή νόμου, αυτός δεν θα πρέπει να αλλάξει για κάποια χρόνια, είτε είναι πολύ καλός, είτε πολύ κακός. Αυτό που έγινε από τις κυβερνήσεις ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ που απονέκρωσαν σταδιακά το νόμο Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ δεν πρέπει επουδενί να αποτελεί παράδειγμα και να επαναληφθεί..
