Οι ειδικοί εξηγούν πώς η σωστή κατανομή της θερμοκρασίας σε κάθε χώρο προσφέρει άνεση, καλύτερο ύπνο και χαμηλότερους λογαριασμούς ρεύματος.
Το κρύο ξεκινάει να μπαίνει σιγά-σιγά στα ελληνικά σπίτια και μαζί του επιστρέφει κάθε χειμώνα το ίδιο ερώτημα: πόσους βαθμούς πρέπει να γράφει το θερμόμετρο για να νιώθουμε άνετα χωρίς να πληρώνουμε μια μικρή περιουσία στη θέρμανση; Για άλλους οι 21 βαθμοί μοιάζουν ιδανικοί, για άλλους αποπνικτικοί, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που συνεχίζουν να κρυώνουν ακόμη και με τη θέρμανση στο φουλ.
Οι ειδικοί στην ενεργειακή απόδοση συμφωνούν πλέον σε κάτι βασικό. Η μία και μοναδική θερμοκρασία για όλο το σπίτι ανήκει στο παρελθόν. Οι σύγχρονες ανάγκες άνεσης, οι διαφορετικές χρήσεις των χώρων και η ανάγκη για εξοικονόμηση ενέργειας απαιτούν πιο έξυπνες λύσεις από το απλό «ανάβω τη θέρμανση και ξεμπέρδεψα».
Η ιδανική θερμοκρασία δεν είναι ίδια για όλους τους χώρους
Για δεκαετίες κυριαρχούσε η λογική των 19 βαθμών, μια σύσταση που καθιερώθηκε τη δεκαετία του 70 περισσότερο για οικονομικούς λόγους παρά για πραγματική άνεση. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, τα σπίτια εκείνης της εποχής δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά, ούτε σε μόνωση ούτε στις ενεργειακές του προδιαγραφές. Ο ενεργειακός σύμβουλος Nick Barber τονίζει ότι αυτή η θερμοκρασία επιλέχθηκε με γνώμονα την εξοικονόμηση και όχι την ευεξία των ανθρώπων.
Σήμερα, η επιστημονική κοινότητα συγκλίνει στο ότι οι 20 βαθμοί Κελσίου αποτελούν ένα πολύ καλό σημείο αναφοράς για τους βασικούς χώρους του σπιτιού, όπως το σαλόνι ή το γραφείο. Μελέτες δείχνουν ότι σε αυτή τη θερμοκρασία το ανθρώπινο σώμα διατηρεί πιο εύκολα τη φυσιολογική του θερμοκρασία, γεγονός που βοηθά στη συγκέντρωση, την ανάγνωση και την εργασία από το σπίτι.
Ωστόσο, η πραγματική επανάσταση έρχεται με αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν έξυπνη θέρμανση. Δηλαδή, διαφορετική θερμοκρασία ανάλογα με τη χρήση του κάθε δωματίου. Στο σαλόνι και στους χώρους όπου περνάμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας, οι 20 βαθμοί θεωρούνται ιδανικοί. Στα υπνοδωμάτια, αντίθετα, προτείνεται θερμοκρασία από 16 έως 18 βαθμούς, καθώς το πιο δροσερό περιβάλλον βοηθά σε βαθύτερο και πιο ποιοτικό ύπνο.
Το μπάνιο αποτελεί εξαίρεση. Εκεί, οι ειδικοί συνιστούν περίπου 22 βαθμούς, ώστε να αποφεύγεται το έντονο θερμικό σοκ μετά το ντους. Αυτή η διαφοροποίηση δεν βελτιώνει μόνο την αίσθηση άνεσης, αλλά μπορεί να μειώσει και την κατανάλωση ενέργειας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η σωστή ρύθμιση της θέρμανσης ανά χώρο μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση έως και 15% στη συνολική ετήσια δαπάνη. Λιγότερα χρήματα στον λογαριασμό, καλύτερη ποιότητα ζωής και ένα σπίτι που λειτουργεί πραγματικά έξυπνα. Αυτό είναι το νέο μοντέλο θέρμανσης που προτείνουν οι ειδικοί.
