Την ερχόμενη Παρασκευή θα διεξαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η επίμαχη δίκη για τα Δώρα των υπαλλήλων του Δημοσίου τομέα.
Μάλιστα η εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” αναφέρει πως στο ΣτΕ μπορεί να ανοίξει παράθυρο για μερική επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο. Η απόφαση μπορεί και να γίνει γνωστή από τις διασκέψεις που θα ακολουθήσουν στο ΣτΕ ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι, αλλά να δημοσιοποιηθεί αργότερα.
Το παράθυρο όπως προκύπτει από την εισήγηση του Δικαστή της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ που βρίσκεται σύμφωνα με την εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” στην ερμηνεία που θα δώσει το ΣτΕ στην οδηγία για τον κατώτατο μισθό, η οποία προβλέπει την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, χωρίς όμως τις διακρίσεις που διατήρησε η κυβέρνηση ως προς τα Δώρα των δημοσίων υπαλλήλων.
Πιλοτική δίκη
Η δίκη για τα Δώρα είναι πιλοτική και διεξάγεται με αφορμή την αγωγή κατά του Δημοσίου από εκπαιδευτικό, ο οποίος διεκδικεί για τα έτη 2023 και 2024 την καταβολή Δώρων συνολικού ποσού 6.278 ευρώ, με το επιχείρημα ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας, ούτε βρίσκεται σε δημοσιονομικούς περιορισμούς σαν και αυτούς που εφαρμόστηκαν με τα Μνημόνια που έφεραν την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο.
Αν δεν ικανοποιηθεί ως προς την επαναφορά των Δώρων που αναλογούν με βάση το μισθολογικό καθεστώς του Δημοσίου, ο ενάγων εκπαιδευτικός αξιώνει από το Δημόσιο να του καταβάλει τους επιπλέον μισθούς (Δώρα) που οφείλονται από την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία που εφαρμόζει η κυβέρνηση με τον νόμο 5163/2024 για τον κατώτατο μισθό.
Σημείο-κλειδί
Το παράθυρο για πιθανή επαναφορά των Δώρων είναι στη σκέψη 16 της εισήγησης του ΣτΕ όπου και αναφέρει ότι πρέπει:
1. Να ελεγχθεί αν η περίοδος της αγωγής για τα Δώρα εμπίπτει εν όλω ή εν μέρει στην περίοδο μετά τη λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγίας.
2. Να ερμηνευθούν οι ορισμοί της Οδηγίας, αν θεσπίζουν και επιταγές για άνευ ετέρου εξομοίωση μισθών και μάλιστα μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, περαιτέρω δε, αν η εξομοίωση αφορά κατωτάτους μόνο μισθούς, αν υφίσταται ενωσιακή έννοια τέτοιου κατωτάτου μισθού, πώς αυτή συγκροτείται και ποια τα περιθώρια των κρατών-μελών για άλλη, διαφορετική διάπλαση των μισθών (κατωτάτων ή μη) κατά κατηγορίες.
3. Να ερευνηθεί ποια είναι η νομοθετική διάπλαση των αποδοχών των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων (διαχρονικώς, λαμβανομένου υπόψη και του ν. 4354/2015), συγκρινόμενη προς αυτήν των αποδοχών των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά το Εργατικό Δίκαιο.
Εξίσωση
Αν υιοθετηθεί το πλήρες περιεχόμενο της κοινοτικής οδηγίας (2022/2041 Ε.Ε.) που εξισώνει τον εισαγωγικό μισθό του Δημοσίου με τον εκάστοτε κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, τότε το ζήτημα που αναφύεται είναι ότι θα πρέπει και οι δημόσιοι υπάλληλοι να αμείβονται με 14 μισθούς τον χρόνο όπως οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Η οδηγία δεν κάνει καμία μισθολογική διάκριση ως προς τον αριθμό των μηνιαίων αποδοχών, ενώ ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση για να εφαρμόσει την εξίσωση των αμοιβών, θεσπίζει μεν ίδιες κατώτατες αμοιβές για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (σ.σ: εν προκειμένω στα 880 ευρώ από 1/4/2025), πλην όμως διατηρεί τους 12 μισθούς στο Δημόσιο ενώ στο ιδιωτικό τομέα είναι 14.
Τυχόν αποδοχή της οδηγίας από τους Δικαστές του ΣτΕ θα σημάνει τουλάχιστον ότι στο Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλλονται 12 τακτικοί μισθοί συν 2 επιπλέον στο ύψος των εκάστοτε εισαγωγικών αποδοχών που θα ισχύουν για το Δημόσιο λόγω της εξίσωσης με τον κατώτατο μισθό. Αν εφαρμοζόταν σήμερα η πλήρης εξίσωση των κατώτατων αμοιβών, τότε στο Δημόσιο θα έπρεπε να καταβάλλονται επιπλέον 2 μισθοί των 880 ευρώ τον χρόνο.
Κίνδυνος εκτροχιασμού
Στα 2,68 δισ. ευρώ το ετήσιο κόστος
Το Δημόσιο επικαλείται τα δημοσιονομικά περιθώρια για την επαναφορά των Δώρων στο Δημόσιο που όπως αποκαλύπτει μετά τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες επιτρέπουν την καταβολή παροχών ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως. Επιπρόσθετα, εκτιμά ότι τυχόν επαναφορά των Δώρων στο Δημόσιο με δύο πλήρεις μισθούς θα έχει κόστος 2,68 δισ. ευρώ ετησίως και επισημαίνει ότι θα υπάρξει κίνδυνος εκτροχιασμού και πιθανής εκκίνησης της διαδικασίας υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, που ήταν η κύρια αιτία επιβολής των περιοριστικών μέτρων με τα Μνημόνια.
Αντίλογος
Η αντίκρουση του Δημοσίου είναι πως οι διατάξεις της οδηγίας:
α) «Δεν ενέχουν χορήγηση σε ιδιώτες δικαιωμάτων με προσδιορίσιμο περιεχόμενο
β) Δεν παραβιάζονται δικαιώματα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη μη θέσπιση Δώρων με βάση την εξίσωση των μισθών Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα και
γ) Οτι οι εν γένει διατάξεις του Χάρτη Δικαιωμάτων διέπουν τις δράσεις των κρατών – μελών μόνο όταν αυτά εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν τη λήψη από το κράτος – μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής, όπως εν προκειμένω, όπου πρόκειται για ζήτημα απτόμενο της χαρασσόμενης βάσει των δημοσιονομικών συνθηκών μισθολογικής πολιτικής της χώρας».
Αυτό που λέει δηλαδή το Δημόσιο και θα υποστηρίξει ενώπιον του ΣτΕ είναι ότι στην περίπτωση της οδηγίας υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς των ρυθμίσεων με βάση τα δημοσιονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα ενώ αν επρόκειτο για διάταξη που θα ερχόταν υποχρεωτικά από την Ε.Ε. για όλα τα κράτη-μέλη τότε θα την εφάρμοζε (εν προκειμένω με πλήρη εξίσωση των αμοιβών και Δώρων).
Δώρα και μονιμότητα
Στα επιχείρημα που προβάλλει το Δημόσιο για την ακύρωση της προσφυγής και τη μη επαναφορά των Δώρων στους δημοσίους υπαλλήλους είναι και… η μονιμότητα.
Όπως το Δημόσιο ισχυρίζεται, οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, λόγω των διαφορετικών εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες τελούν ως προς την πρόσληψη, την υπηρεσιακή εξέλιξη, τη μονιμότητα, τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης, δεν τελούν υπό τις ίδιες ή έστω παρόμοιες συνθήκες παροχής των υπηρεσιών τους με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, με συνέπεια να παρίσταται επιτρεπτή, εκτός των άλλων, και η μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα.