Του Διονύση Γ. Γράψα*
Δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι θα ζήσω τη στιγμή που θα χρειαστεί να εγκαταλείψω το σπίτι μου. Δεν είναι κάτι που προετοιμάζεσαι να κάνεις· δεν υπάρχει “λίστα” που να σε καλύπτει. Κι όμως, βρέθηκα να γυρίζω το βλέμμα από δωμάτιο σε δωμάτιο, σε μια παράξενη μίξη πανικού και απάθειας, προσπαθώντας να αποφασίσω τι αξίζει να πάρω και τι να αφήσω.
Λειτουργεί ίσως ένα φίλτρο που ενεργοποιείται μόνο στην κρίση: κάποιες φωτογραφίες, μερικά χαρτιά, ένα μικρό ενθύμιο που δεν έχει οικονομική αξία αλλά κουβαλάει ιστορία. Τα υπόλοιπα — έπιπλα, τοίχοι, σκεπή — μοιάζουν και πολύτιμα και ασήμαντα μαζί. Είναι όλη σου η ζωή, και ταυτόχρονα απλώς αντικείμενα.
Η διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα φαίνεται θεωρητικά εύκολη. Στην πράξη, είναι θολή. Το σπίτι δεν είναι απλώς κτίσμα· είναι οι άνθρωποι που το έζησαν, οι ήχοι που γέμισαν τους χώρους του, οι μυρωδιές από το φαγητό που μαγειρεύτηκε, το φως που έμπαινε από το ίδιο παράθυρο κάθε πρωί. Αυτά δεν μπαίνουν σε κούτες, κι όμως σε ακολουθούν, είτε θέλεις είτε όχι. Η αναχώρηση είναι ταυτόχρονα φυγή και μεταφορά μνήμης.
Κι ύστερα υπάρχουν οι άνθρωποι που εμφανίζονται ξαφνικά δίπλα σου. Γείτονες που μέχρι χθες απλώς χαιρετούσες, τώρα μοιράζονται μαζί σου νερό, πληροφορίες, ακόμη και χιούμορ για να ξορκίσουν τον φόβο. Η φωτιά, παρά την απειλή της, φτιάχνει δεσμούς που η καθημερινότητα αδυνατεί να δημιουργήσει. Η ενθάρρυνση και το σκόρπισμα του φόβου σε μια τέτοια στιγμή είναι μια ανεκτίμητης αξίας υπηρεσία από τους συνανθρώπους σου.
Απέναντι στη μανία της φύσης νιώθεις μικρός· απέναντι στη σύγχυση των αρμοδίων, ακόμη μικρότερος. Οι οδηγίες φτάνουν καθυστερημένα, συχνά αντιφατικές, σαν να μην υπάρχει κοινός χρόνος αναφοράς. Οι τυπολατρικοί κανόνες λειτουργούν σαν άκαμπτα καλούπια, αδιαφορώντας για την ένταση της στιγμής. Εκεί καταλαβαίνεις πως η ακαμψία μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνη με τη φωτιά που πλησιάζει.
Κι όμως, την ίδια ώρα, η αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων θριαμβεύει. Ένα μπουκάλι νερό, μια γρήγορη προσφορά μεταφοράς ηλικιωμένων, ένα κινητό που φορτίζει για να μείνει κάποιος σε επαφή. Όταν όλα τα υπόλοιπα καταρρέουν, αυτές οι μικρές χειρονομίες αποκτούν βαρύτητα δυσανάλογη του μεγέθους τους.
Τώρα που το σπίτι σώθηκε, η εμπειρία συνεχίζει να βαραίνει. Η αίσθηση της ασφάλειας μοιάζει εύθραυστη, σαν λεπτό γυαλί που δεν ξέρεις αν θα σπάσει αύριο ή σε χρόνια. Και μένει το ερώτημα: πόσο έτοιμοι είμαστε να αφήσουμε πίσω ό,τι ορίζουμε ως “ζωή” για να σώσουμε την ίδια τη ζωή; Μια ισορροπία που δεν διδάσκεται· μόνο βιώνεται, όταν οι φλόγες είναι πια ορατές.
ΥΓ: Η ανταπόκριση της πυροσβεστικής, των τοπικών αρχών και κυρίως των εθελοντικών οργανώσεων ήταν συγκλονιστική. Παρά το γεγονός πως ο σχεδιασμός ήταν ελλιπής και την ώρα της μάχης επικράτησε παροδικά σύγχυση και πανικός. Οι κρατούντες φρόντισαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αναλωθούν σε ανούσιες συσκέψεις και στην πλειοδοσία της άποψης πως η περιοχή «είναι θωρακισμένη». Φυσικά διαψεύστηκαν παταγωδώς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός.