του Διονύση Γ. Γράψα, Ιστορικού
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις που εκδηλώνονται σήμερα δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο ξέσπασμα ενός επαγγελματικού κλάδου. Λειτουργούν, αντίθετα, ως θρυαλλίδα ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών που σιγοκαίνε επί μακρόν. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων για την ακρίβεια, την αποδιάρθρωση της δημόσιας υγείας και την εγκατάλειψη της υπαίθρου σε διοικητικό και εκπαιδευτικό επίπεδο έχει διαμορφώσει ένα εκρηκτικό μίγμα που αναμφίβολα ψάχνει τις διεξόδους του για να εκτονωθεί. Η αγροτική βάση, πιο εκτεθειμένη στις συνέπειες της ακρίβειας και της κρατικής αδράνειας, απλώς εξέφρασε πρώτη και πιο ηχηρά αυτό που ήδη υποβόσκει στην κοινωνία: την αίσθηση ότι το κράτος αποσύρεται από τη λειτουργία του ως εγγυητή ισότητας και ασφάλειας. Είναι σαφές ότι πλείστοι άλλοι στέκονται έστω και σιωπηρά στο πλευρό των κινητοποιήσεών τους περιμένοντας να προκύψει από αυτές κάτι απτό.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι παραπλανητικό να περιορίζεται η συζήτηση αποκλειστικά στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το διοικητικό κώλυμα που έχει προκύψει, όσο σοβαρό κι αν είναι, δεν επαρκεί για να εξηγήσει την ένταση και την επιμονή των κινητοποιήσεων. Οι αγρότες δεν βρίσκονται στους δρόμους για μία γραφειοκρατική εκκρεμότητα. Ούτε μπορούν να ικανοποιηθούν επαρκώς από τα σόου της εξεταστικής επιτροπής που εξετάζει εκείνους που προκαλούν την νοημοσύνη της κοινωνίας με την αναίδεια που απέκτησαν ως ευνοούμενοι των διαδρόμων της εξουσίας. Βρίσκονται εκεί γιατί αισθάνονται εγκλωβισμένοι σε ένα οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο που τους αφήνει εκτεθειμένους, με τα λειτουργικά τους κόστη να αυξάνουν, τις υποδομές της υπαίθρου να συρρικνώνονται και την πολιτική εκπροσώπηση να εξαντλείται σε επικοινωνιακές εξαγγελίες. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι τεχνικό. Είναι βαθύτατα πολιτικό.
Η ιστορική μνήμη προσφέρει χρήσιμες αναλογίες. Δεκαεπτά Δεκέμβρηδες πριν, οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν περιορίστηκαν στο αυτονόητο σοκ μιας αποτρόπαιης πράξης. Ανέδειξαν την κρίση μιας ολόκληρης γενιάς – της επονομαζόμενης «γενιάς των 700 ευρώ». Μιας γενιάς που έβλεπε ότι δεν έχει μέλλον, ότι οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας εξανεμίζονταν, ότι η χώρα στην οποία διαβιούσαν, δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί τα ελάχιστα. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική φυγή στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω έναν οικονομικό και δημογραφικό μαρασμό που ακόμη πληρώνουμε. Και από τον οποίο δεν διαφαίνεται σημάδι πως θα συνέλθουμε.
Σήμερα, βρισκόμαστε ξανά σε μια κρίσιμη στροφή. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν πρέπει να ιδωθούν ως μεμονωμένο πρόβλημα προς διευθέτηση, αλλά ως προειδοποιητικό σήμα για τη συνοχή της κοινωνίας. Αν οι αιτίες που τις τροφοδοτούν δεν αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα, ενσυναίσθηση και στρατηγική προοπτική, οι ρωγμές στο κοινωνικό σώμα θα βαθύνουν. Και τότε, η κρίσιμη στροφή μπορεί να μετατραπεί σε αδιέξοδο. Ως γνωστόν όμως, ακόμα και στην σύγχρονη τραυματισμένη και ελιτίστικη δημοκρατία της Ευρώπης, αδιέξοδα δεν υπάρχουν.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός.
