Του Θεόδωρου Ξούλου
Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός για το 2026 φέρνει στο προσκήνιο μια ουσιαστική συζήτηση για το πόσο απέχει η ονομαστική αύξηση των συντάξεων από την πραγματική βελτίωση του εισοδήματος των συνταξιούχων. Αν και ανακοινώθηκε αύξηση 2,4%, το καθαρό όφελος που θα δουν στην τσέπη τους δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 1,4%.
Η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία. Προκύπτει από τις υποχρεωτικές κρατήσεις για υγεία, φόρο και την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, οι οποίες «ροκανίζουν» σημαντικό μέρος της αύξησης. Παράλληλα, ο επίσημος πληθωρισμός –που κινείται κοντά στο 3%– εξακολουθεί να λειτουργεί σωρευτικά χρόνο με τον χρόνο, μειώνοντας περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη στην καθημερινότητα, καθώς το κόστος διαβίωσης των συνταξιούχων αυξάνεται πολύ περισσότερο από τον μέσο πληθωρισμό. Οι μεγαλύτερες επιβαρύνσεις εντοπίζονται στα τρόφιμα, στην υγεία, στην ενέργεια και στα ενοίκια, όπου οι ανατιμήσεις κινούνται σταθερά σε διψήφια ποσοστά. Για έναν συνταξιούχο, ο πραγματικός πληθωρισμός είναι συχνά πολλαπλάσιος από τα επίσημα στοιχεία.
Αναπροσαρμογή βάσει μισθών: Θεσμική πρόβλεψη που μένει ανενεργή
Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι οι συντάξεις πρέπει να αναπροσαρμόζονται με βάση την αύξηση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, οι αρμόδιοι φορείς –η ΕΛΣΤΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους– δεν διαθέτουν ακόμη τα απαραίτητα στοιχεία για να υπολογιστεί αυτή η μεταβολή.
Ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη διάταξη παραμένει ανεφάρμοστη, στερώντας από τους συνταξιούχους ένα ακόμη εργαλείο προστασίας απέναντι στην ακρίβεια. Η θεσμική αυτή αδυναμία δημιουργεί μια προφανή ασυμμετρία. Ο νόμος προβλέπει αναπροσαρμογή βάσει μισθών, όμως το κράτος δεν είναι σε θέση να τηρήσει τον ίδιο του τον κανόνα.
Επικουρικές συντάξεις: Τέταρτη συνεχής χρονιά χωρίς καμία αύξηση
Σε αντίθεση με τις κύριες συντάξεις, οι επικουρικές θα παραμείνουν «παγωμένες» για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά. Χωρίς θεσμικό μηχανισμό αναπροσαρμογής, η απώλεια πραγματικής αγοραστικής δύναμης είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Για χιλιάδες συνταξιούχους που στηρίζουν σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους στην επικουρική σύνταξη, το πάγωμα αυτό λειτουργεί σαν πρόσθετη συμπίεση του οικογενειακού τους προϋπολογισμού.
Οι 650.000 συνταξιούχοι με “προσωπική διαφορά”
Ακόμη πιο έντονη είναι η ανισότητα στην περίπτωση των περίπου 650.000 συνταξιούχων που εξακολουθούν να έχουν «προσωπική διαφορά». Για τη συγκεκριμένη ομάδα, η αύξηση περιορίζεται στο 1,2%, δηλαδή στο μισό της αύξησης που θα λάβουν οι 1,8 εκατομμύρια συνταξιούχοι χωρίς προσωπική διαφορά.
Το αποτέλεσμα είναι παράδοξο. Δύο συνταξιούχοι με παρόμοια προϋπηρεσία και ίδιες εισφορές καταλήγουν να λαμβάνουν διαφορετική αύξηση, γεγονός που εντείνει το αίσθημα αδικίας και δημιουργεί συνθήκες «συνταξιοδοτικής ανισότητας» μέσα στο ίδιο σύστημα.
Το παράδοξο της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων: Το κράτος εισπράττει περισσότερα απ’ όσα δίνει
Ένα από τα πιο αντιφατικά στοιχεία του προϋπολογισμού είναι ο ρόλος της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ). Ειδικότερα:
• Ο ΕΦΚΑ θα καταβάλει περίπου 470 εκατ. ευρώ σε αυξήσεις.
• Την ίδια στιγμή, το κράτος θα εισπράξει περίπου 650 εκατ. ευρώ από την ΕΑΣ.
Με άλλα λόγια, το κράτος δίνει λιγότερα και εισπράττει περισσότερα. Το καθαρό αποτέλεσμα είναι δημοσιονομικό όφελος υπέρ του Δημοσίου –και αντίστοιχη απώλεια για τους συνταξιούχους. Έτσι, μεγάλο μέρος της ονομαστικής αύξησης «εξαφανίζεται» μέσα από την ίδια την επιβάρυνση που επιβάλλει το κράτος στους δικαιούχους.
Συμπέρασμα: Αύξηση στην οθόνη, μείωση στο πορτοφόλι
Παρά την αύξηση του ΑΕΠ, η ανάπτυξη δεν αντανακλάται στο διαθέσιμο εισόδημα των συνταξιούχων. Η μεγάλη αυτή κοινωνική ομάδα –σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού– βρίσκεται σε μόνιμη οικονομική πίεση λόγω:
• της πραγματικής ακρίβειας στα βασικά αγαθά,
• της στασιμότητας των επικουρικών συντάξεων,
• της άνισης μεταχείρισης λόγω προσωπικής διαφοράς,
• της μείωσης του καθαρού εισοδήματος εξαιτίας των βαρών και της φορολογίας.
Οι ονομαστικές αυξήσεις μπορεί να υφίστανται, όμως η πραγματική αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων συνεχίζει να μειώνεται. Το κρίσιμο ερώτημα, συνεπώς, είναι αν αυτή η αύξηση συνιστά ουσιαστική ενίσχυση ή ένα λογιστικό τέχνασμα, το οποίο απλώς δημιουργεί την εντύπωση ότι «κάτι αλλάζει».
*Οικονομολόγος – Σύμβουλος Ασφαλιστικών, Εργατικών & Συνταξιοδοτικών θεμάτων
