Του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
Μια γυναίκα βυθίζεται στην ψυχική αποσύνθεση καθώς η μητρότητα, η απομόνωση και ο ανεκπλήρωτος έρωτας διαλύουν τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας, αποκαλύπτοντας το σκοτεινό κόστος της αγάπης.
Η ταινία «Πέθανε Αγάπη Μου» (Die, My Love), που στηρίζεται στο μυθιστόρημα “Matate, amor” της Αργεντίνας Αριάνα Χάρβιτς και έχει σκηνοθετηθεί από τη Λιν Ράμσεϊ (“Morvern Callar”, “Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν”, “Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ”), είναι ένα ψυχολογικό δράμα για τον τρόπο που η μητρότητα, η μοναξιά και η αγάπη μπορούν να σκεπάσουν τη λογική, και τελικά να την καταστρέψουν.
Η Γκρέις (Τζένιφερ Λόρενς) και ο Τζάκσον (Ρόμπερτ Πάτινσον) είναι ένα σφόδρα ερωτευμένο και παθιασμένο ζευγάρι που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να μετακομίσει σε ένα απομονωμένο, παλιό σπίτι στην εξοχή του Μοντάνα, ένα ακίνητο που ο Τζάκσον κληρονόμησε από συγγενή. Εκεί, σε αυτή την ήσυχη και απέραντη ύπαιθρο, γεννιέται το μωρό τους, αλλά η ευτυχία δεν έρχεται όπως αναμένεται.
Η Γκρέις, αντί να νιώσει ηρεμία ή ασφάλεια, βυθίζεται ολοένα περισσότερο σε συναισθήματα εγκατάλειψης, ανίας και μοναξιάς. Ο Τζάκσον δουλεύει μακριά αρκετά συχνά, αφήνοντάς την μόνη με το μωρό και με τους φόβους της. Η απομάκρυνση αυτή αρχίζει να διαβρώνει τη σχέση τους, εκείνη νιώθει ότι η ζωή της περιορίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους και το δέσιμο με τον σύζυγό της παύει να είναι η παλιά, παθιασμένη και βαθιά επικοινωνία.
Παράλληλα, η Γκρέις δεν αντιμετωπίζει απλώς τη ρουτίνα της μητρότητας, διαβαίνει αργά, αργά αλλά σταθερά σε μια ψυχική κρίση. Η σκηνοθέτρια παρουσιάζει την κατάστασή της με μια έντονη αίσθηση φαντασίας και παραίσθησης. Η ψύχωση της εκδηλώνεται μέσα από οράματα, όπως ένας μυστηριώδης αναβάτης μοτοσικλέτας, που εμφανίζεται σε στιγμές υπέρβασης, φέρνοντας μαζί του μια απειλητική έλξη, και μέσα από μία λυτρωτική αλλά ακραία φαντασίωση αυτοκαταστροφής.
Το σπίτι στην εξοχή, που αρχικά έμοιαζε υπόσχεση για επανεκκίνηση, μεταμορφώνεται σε έναν τόπο ψυχικού εγκλωβισμού. Η Γκρέις χάνει την αίσθηση του χρόνου, η καθαριότητα παύει να την ενδιαφέρει, και η υγιεινή της γίνεται ενδεικτική της εσωτερικής παρακμής της. Η λογική της όλο και λιγότερο διαχωρίζεται από τα όνειρά της, και η πραγματικότητα διαρρηγνύεται.
Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα: «Υπήρχαν στιγμές που απλώς άφηνα τη σκηνή να τρέξει, και τότε συνέβαιναν όμορφα πράγματα. Υπήρχε κάτι τόσο άγριο, αφοπλιστικό και ζωώδες στο ότι η Γκρέις είναι κολλημένη μέσα σ’ αυτό το σπίτι, σαν να είναι ένα θηρίο, σαν να υπάρχει κάτι επικίνδυνο μέσα της».
Η Ράμσεϊ προσεγγίζει την ταινία σαν τελετουργία εξαγνισμού μέσα στο χάος. Δεν την ενδιαφέρει η καθαρή ψυχολογική διάγνωση, αλλά η έκρηξη των αισθήσεων, ο φακός της κολλάει πάνω στη Γκρέις, σαν εγκλωβισμένος μαζί της, καταγράφοντας τον τρόπο που το σπίτι, το φως, οι σκιές και οι ήχοι συστέλλονται γύρω της. Η σκηνοθεσία δουλεύει με ρωγμές, με αποσπασματικές εικόνες, με απρόβλεπτα ξεσπάσματα, μια μίξη ωμής υλικότητας, κάποιες φορές, όμως, το ύφος γίνεται αυτοσκοπός και η ουσία παραμερίζεται. Η Ράμσεϊ αφήνει τη δράση να «αναπνεύσει», επιτρέποντας στους ηθοποιούς να κινούνται σαν αγρίμια σε κλουβί. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία, που θυμίζει περισσότερο εσωτερικό μονόλογο παρά ρέουσα αφήγηση. Οι σχέσεις, είτε ανάμεσα στο ζευγάρι είτε ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, μένουν μισοσχηματισμένες κι έτσι η ιστορία χάνει μέρος από το βάρος και την ανθρωπινή της ένταση.
Το «Πέθανε Αγάπη Μου» κουβαλά την πρόθεση μιας κατάβασης στον ψυχικό λαβύρινθο, αλλά συχνά σκοντάφτει στο ίδιο της το στυλιζάρισμα. Η αφήγηση, με τα θολά όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα και παραίσθηση, γίνεται άλλοτε εργαλείο και άλλοτε εμπόδιο, χάνοντας τον παλμό της ιστορίας μέσα σε εικαστικές εξάρσεις που εντυπωσιάζουν αλλά δεν φωτίζουν την ουσία. Το ύφος, εμμονικό, ψυχεδελικό και ενδιαφέρον μεν, όμως καταλήγει κάποιες στιγμές αυτοσκοπός, σαν η ταινία να προτιμά το σοκ από την αλήθεια, το σκοτάδι από το νόημα. Τελικά, η εσωτερική διαδρομή της ηρωίδας μένει ατελής, το παρελθόν της, τα κίνητρά της, οι ρωγμές πριν από το ρήγμα, όλα μοιάζουν θολά, αφήνοντας την κατάρρευση εντυπωσιακή, αλλά όχι πάντα δικαιολογημένη.
Με τον δικό της λυρικό και σκληρό τόνο, η ταινία είναι μια εξερεύνηση της αγάπης που πληγώνει, της τρέλας που κρύβει πάθος, και της ανάγκης για ελευθερία, ακόμα και αν αυτή η ελευθερία απαιτεί να καταστρέψει ό,τι αγαπάς, ακόμα κι αν η Λιν Ράμσεϊ δεν ολοκληρώνει το ενδιαφέρον «Μπερκμανικό» της εγχείρημα. Γιατί η τρέλα του πάθους γεννιέται σαν σπίθα, φουσκώνει σαν καταιγίδα, σαρώνει τα πάντα και αφήνει πίσω της μόνο αλήθειες που φοβόμαστε, μα δεν τολμούμε πια ούτε να τις αναπολήσουμε.
