Μια μικρή προσαρμογή στον τρόπο βάδισης μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο από την οστεοαρθρίτιδα εξίσου αποτελεσματικά με τα φάρμακα και να καθυστερήσει την αρθροπλαστική γόνατος για χρόνια, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η οστεοαρθρίτιδα, μια εκφυλιστική πάθηση των αρθρώσεων, επηρεάζει σχεδόν το 1/4 των ενηλίκων και αποτελεί βασική αιτία αναπηρίας παγκοσμίως. Προκαλείται όταν ο χόνδρος που προστατεύει τα άκρα των οστών φθείρεται, οδηγώντας σε πόνο, δυσκαμψία και μειωμένη κινητικότητα. Προς το παρόν, δεν υπάρχει τρόπος να αναστραφεί αυτή η ζημιά, με τη θεραπεία να περιορίζεται κυρίως στη διαχείριση του πόνου μέσω φαρμακευτικής αγωγής και, τελικά, στην αντικατάσταση της άρθρωσης.
Τώρα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα στις ΗΠΑ υποστηρίζουν πως η εκπαίδευση στο βάδισμα μπορεί να αποτελέσει μια μη φαρμακευτική λύση. Σε μια κλινική δοκιμή διάρκειας ενός έτους, διαπίστωσαν ότι μικρές τροποποιήσεις στη γωνία του ποδιού κατά το περπάτημα προσφέρουν ανακούφιση από τον πόνο αντίστοιχη με αυτή των φαρμάκων. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Rheumatology, έδειξε επίσης ότι η εκπαίδευση στη βάδιση μείωσε τη φθορά του χόνδρου στο γόνατο.
«Γνωρίζουμε ότι για τους ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα, τα υψηλότερα φορτία στο γόνατο μπορούν να επιταχύνουν την εξέλιξη της νόσου και ότι η τροποποίηση της γωνίας του ποδιού μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του φορτίου στο γόνατο», δήλωσε ο Σκοτ Ούλριχ, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια οστεοαρθρίτιδα στο έσω τμήμα του γόνατος, το οποίο συνήθως δέχεται μεγαλύτερο βάρος σε σχέση με το έξω τμήμα. Στη συγκεκριμένη μορφή της νόσου, η ιδανική γωνία του ποδιού για τη μείωση της καταπόνησης στο έσω τμήμα διαφέρει ανάλογα με τον φυσικό τρόπο βάδισης κάθε ατόμου και το πώς αυτός τροποποιείται με τη νέα τεχνική περπατήματος.
«Εφαρμόσαμε μια εξατομικευμένη μέθοδο για την επιλογή του νέου προτύπου βάδισης κάθε ασθενούς, η οποία βελτίωσε την ικανότητά τους να μειώνουν την καταπόνηση στο γόνατο και πιθανώς συνέβαλε στα θετικά αποτελέσματα που είδαμε στον πόνο και την κατάσταση του χόνδρου», ανέφερε ο Δρ. Ούλριχ.
Κατά τις δύο πρώτες επισκέψεις, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία (MRI) και εξασκήθηκαν σε βάδισμα πάνω σε διάδρομο με ανίχνευση πίεσης, ενώ κάμερες κατέγραφαν τη μηχανική της κίνησής τους. Οι ερευνητές μελέτησαν τα δεδομένα για να καθορίσουν εάν η στροφή του ποδιού προς τα μέσα ή προς τα έξω, καθώς και μια προσαρμογή 5 ή 10 μοιρών, θα μείωνε περισσότερο το φορτίο στο γόνατο.
Αυτοί που δεν αναμενόταν να ωφεληθούν, όπως όσοι δεν εμφάνιζαν μείωση της φόρτισης με καμία ρύθμιση, αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Από τους 68 συμμετέχοντες, οι μισοί επιλέχθηκαν τυχαία για να συμμετάσχουν σε ομάδα εικονικής θεραπείας (placebo), ώστε να ελεγχθεί η ψυχολογική επίδραση τηε θεραπείας. Η ομάδα παρέμβασης έλαβε συγκεκριμένες οδηγίες για την αλλαγή της γωνίας του ποδιού που μείωνε στο μέγιστο το φορτίο στο γόνατο. Και οι δύο ομάδες συμμετείχαν σε έξι εβδομαδιαίες συνεδρίες εκπαίδευσης. Τα μέλη της ομάδας παρέμβασης λάμβαναν ανατροφοδότηση σε πραγματικό χρόνο μέσω δονήσεων από μια συσκευή που φορούσαν στην κνήμη, η οποία τους βοηθούσε να διατηρήσουν τη σωστή γωνία ποδιού.
Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονταν να εξασκούν τον νέο τρόπο βάδισης τουλάχιστον 20 λεπτά ημερησίως μέχρι να τον συνηθίσουν. Έναν χρόνο αργότερα, αξιολόγησαν τα επίπεδα πόνου στο γόνατο και υποβλήθηκαν σε δεύτερη μαγνητική τομογραφία για ποσοτική μέτρηση της φθοράς του χόνδρου. Η ομάδα παρέμβασης εμφάνισε σημαντική μείωση του πόνου και λιγότερη φθορά του χόνδρου σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
«Με τις MRI παρατηρήσαμε επίσης πιο αργή φθορά ενός δείκτη υγείας του χόνδρου στην ομάδα παρέμβασης, κάτι που ήταν πολύ ενθαρρυντικό», ανέφερε ο Δρ. Ούλριχ.
«Η μείωση του πόνου που ανέφεραν σε σύγκριση με την ομάδα placebo ήταν ανάμεσα σε αυτή που θα περίμενες από ένα μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, όπως η ιβουπροφαίνη» πρόσθεσε.
Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, είναι η πιθανότητα οι συμμετέχοντες να τηρούν την παρέμβαση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Ειδικά για άτομα στα 30, 40 ή 50 τους χρόνια, η οστεοαρθρίτιδα μπορεί να συνεπάγεται δεκαετίες αντιμετώπισης του πόνου πριν τους προταθεί η αντικατάσταση της άρθρωσης», εξήγησε ο Δρ. Ούλριχ. «Αυτή η παρέμβαση θα μπορούσε να καλύψει αυτό το μεγάλο θεραπευτικό κενό» τόνισε.
Οι ερευνητές ελπίζουν να απλοποιήσουν τη διαδικασία εκπαίδευσης πριν την κλινική εφαρμογή της θεραπείας.
«Εμείς και άλλοι έχουμε αναπτύξει τεχνολογίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξατομίκευση και παροχή αυτής της παρέμβασης σε κλινικό περιβάλλον, αξιοποιώντας φορετούς αισθητήρες, όπως βίντεο από smartphone και “έξυπνα” παπούτσια», κατέληξε ο Δρ. Ούλριχ.
ΠΗΓΗ: Independent