Την τελευταία του πνοή άφησε απόψε ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο περίφημος «Νιόνιος» του ελληνικού τραγουδιού, σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά γεμάτη μουσική, στίχους και ιστορίες.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος προέρχεται από μια οικογένεια με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Μεγάλωσε σε μια Ελλάδα που βρισκόταν υπό συνεχείς κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, γεγονός που επηρέασε την καλλιτεχνική του πορεία.
Ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά η κλίση του προς τη μουσική ήταν τόσο ισχυρή, που σύντομα εγκατέλειψε τον τομέα του δικαίου, για να αφοσιωθεί στη σύνθεση και την ερμηνεία μουσικής. Από τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα, τη δεκαετία του 1960, ο Σαββόπουλος σύντομα κατέκτησε την ελληνική μουσική σκηνή με τη μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει την ελληνική παράδοση με τα διεθνή μουσικά ρεύματα, όπως η αμερικανική μουσική και οι θρύλοι όπως ο Μπομπ Ντίλαν και ο Φρανκ Ζάπα.
Τραγούδια-τομή στην ελληνική μουσική και ιστορικές συναυλίες
Το 1963 πρωτοπαρουσίασε τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος σε στίχους και μουσική δική του. Τα τραγούδια του συνιστούν τομή για την ελληνική μουσική, γιατί καθιέρωσαν στα νεότερα χρόνια ένα παμπάλαιο είδος που, πριν από τον Σαββόπουλο, ήταν ακατάτακτο και αταξινόμητο, συγχρονίζοντας έτσι το αίσθημα της ελληνικής παραδοσιακής τραγουδοποιίας με τα σύγχρονα παγκόσμια μουσικά ρεύματα.
Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω», όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα και πάντοτε επίκαιρα.
Επίσης, επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν. Ο Σαββόπουλος ανακάλυπτε χώρους που είχαν άλλη χρήση, δημιουργούσε μουσικές σκηνές και τις διαμόρφωνε όπως εκείνος οραματιζόταν.
Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τη συμμετοχή 60.000 θεατών. Τα τραγούδια του ερμηνεύονται στις συναυλίες πολλών ομοτέχνων του, διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, κυκλοφορούν μελέτες για το έργο του και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης.
Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο, αλλά και για τον κινηματογράφο, όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει.
Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του. Εξέδωσε πέντε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Τον Δεκέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Μία από αυτές ήταν και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Τι έλεγε για τη ζωή και την καριέρα του
O Διονύσης Σαββόπουλος στην ομιλία του κατά την τελετή αναγόρευσης του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, τον Νοέμβριο του 2017, αναφέρθηκε στη γέννηση του, μέσα στα «Δεκεμβριανά του 1944», όπου ένας ΕΛΑΣιτης με μια μοτοσικλέτα με καλάθι μετέφερε στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη, κυοφορούσα αυτόν, μητέρα του και στο πώς, ως νήπιο, πριν ακόμη αντιληφθεί το νόημα των λέξεων που άκουγε στο ραδιόφωνο, ένιωθε τη μουσικότητά τους.
«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά – σιγά αργότερα … ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό… γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω… Άκουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιο το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο»» είχε αναφέρει στο παρελθόν ο αγαπημένος τραγουδοποιός.
Από τις πρώτες του δουλειές, «Φορτηγό» και «Περιβόλι του τρελού», ο Σαββόπουλος είχε ξεχωρίσει για το καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο ύφος, με το οποίο επιχειρούσε να ανανεώσει, νοηματικά και μουσικ, το ελληνικό τραγούδι. Το 1971 κυκλοφορεί το LP «Ο Μπάλλος» -όπου το ομώνυμο κομμάτι διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών. Το 1972 κυκλοφορεί ο δίσκος «Το Βρώμικο Ψωμί», από το οποίο ξεχωρίζουν η δωδεκάλεπτη «Μαύρη Θάλασσα», το «Ζεϊμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», το «Έλσα σε φοβάμαι» και ο «Αγγελος εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, «The wicked messenger», σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή του Σαββόπουλου.
Τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι μετέτρεψε το Ολυμπιακό Στάδιο σε συναυλιακό χώρο. Η συναυλία, που συγκέντρωσε πάνω από 150.000 χιλιάδες άτομα, αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που ξεκίνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν τα «Τραπεζάκια έξω», με τραγούδια που έμειναν διαχρονικά και προμετωπίδα τους το περίφημο «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Το 1997 ο Διονύσης Σαββόπουλος βρήκε πάλι τον τρόπο να ταρακουνήσει τα νερά της ελληνικής μουσικής σκηνής, παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ αφιέρωμα στους μεγάλους εκείνους καλλιτέχνες που θαύμαζε και τον ενέπνευσαν στην (μέχρι τότε) τριαντάχρονη πορεία του: πρώτα απ’ όλα, στον Bob Dylan και στον Lucio Dalla, αλλά και στον Nick Cave, τον Lou Reed, τον Van Morisson, τους Cream, τους Jethro Tull, τους Spencer Davis Group, τους Talking Heads και τους Quicksilver Messenger Service.
Συνολικά 12 τραγούδια φιλοξένησε στο «Ξενοδοχείο» του ο Σαββόπουλος, έχοντας δίπλα του μια All Star μπάντα, απαρτιζόμενη από Γιάννη Σπάθα (κιθάρες και μαντολίνο), τον Σταύρο Λάντσια (πλήκτρα και κρουστά), τη «Γιώτη Κιουρτσόγλου (μπάσο), όπως και μια παρέα εκλεκτών τραγουδιστών για τα φωνητικά (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ορφέας Περίδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Νίκος Πορτοκάλογλου, Αργύρης Μπακιρτζής, Νίκος Ζιώγαλας, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής, κ.ά.) και από κοντά τους πιο εκλεκτούς session μουσικούς των ελληνικών στούντιο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταπιάστηκε με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, ως μουσικοσυνθέτης, το καλοκαίρι του 1985 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, στην Επίδαυρο. Το Ιούλιο του 2013 επανέρχεται με το ίδιο έργο στο αργολικό θέατρο αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο πάνω σε δική του, νέα μετάφραση.
Πολιτικά ενεργός μέχρι το τέλος
Ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή είχε δηλώσει: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη, για να ξεγελάσω την τηλεγοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότις ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».
Με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν», το 2024, ο Σαββόπουλος τίμησε τα 80 του χρόνια, αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.
Με την αυτοβιογραφία του απευθύνθηκε, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν, για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι». Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακάλεσε τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση, για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του.
«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που επινόησα»
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο: «Αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο».
Ας μην ξεχνάμε πως το 2025 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την τηλεοπτική προβολή του ντοκιμαντέρ «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος», από την ΕΙΡΤ σε παραγωγή Cinetic (Παπαστάθης-Χατζόπουλος) και σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη. Ήταν μια προσπάθεια να συστηθεί στο τηλεοπτικό κοινό της χώρας ο Σαββόπουλος. Ο Λάκης Παπαστάθης, με την υποστήριξη της ομάδας Cinetic στην παραγωγή, σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο καταγράφονται σημαντικές ερμηνείες, αλλά και ιδιαίτερα κινηματογραφικά στοιχεία ενδεικτικά της μουσικής και αισθητικής τόσο του Σαββόπουλου όσο και του Παπαστάθη. Το ανακάλυψαν τους τελευταίους μήνες του 2024 και τις αρχές του 2025, ο σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης και οι άνθρωποι του Αρχείου της ΕΡΤ και προβλήθηκε στις 14 Μαΐου 2025, στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς 138, παρουσία του ίδιου του Σαββόπουλου.
Ήταν παντρεμένος με την Άσπα Αραπίδoυ, με την οποία απέκτησαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό.
protothema.gr