Τα 83 του κεριά έσβησε ο Θανάσης Σολωμός της θρυλικής Αλάμπρας και το γιόρτασε με τη γυναίκα του, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο Θανάσης Σολωμός δούλευε από παιδί σερβιτόρος σε καφενεία και μαζί με τον Νικο Αγγελογιαννόπουλο, κατάφεραν να φτιάξουν ένα από τα θρυλικότερα μαγαζιά της Πάτρας. Μιλώντας ο Θανάσης Σολωμός στη Γιώτα Κοντογεωργοπούλου για το βιβλίο “Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Δόντι” στα βιβλιοπωλεία, αναφέρει για τα περίφημα σάντουιτσ που άφησαν εποχή.
“Εγώ τότε έφταχνα σάντουιτς. Η Πάτρα το ΄70 δεν ήξερε τι θα πει σάντουιτς. Μου ήρθε η ιδέα και πήγα σε ένα φούρνο εδώ πέρα του Σταρίδη που λέγανε και του είπα “θέλω να μου βγάλεις ένα ψωμί τόσο μακρύ που θα το κόβω στη μέση και θα το φτιάχνω σάντουιτς. Μου το έφτιαξε λοιπόν και έγραψα κσι εγώ μια ταμπέλα έξω από το μαγαζί που έλεγε “το χωριάτικο σάντουιτς” και το πούλαγα τόσο φτηνά που να φανταστείς ερχόσαντε από το Ρίο με μηχανάκια και αρχινάγανε και λέγανε “βάλε πέντε, βάλε δέκα…”
Στο σάντουιτς έβαζα πρώτα πρώτα τζατζίκι. Μετά δύο μουρταδέλες, δύο κομμάτια τυρί, μια τυρόπιτα, ένα κεφτεδάκι, πατάτες και μετά το πλάκωνα στη μουστάρδα πάνω. Το είχα κάνει σαν συνεργείο το μαγαζί. Είχα έναν άνθρωπο που ερχότανε το πρωί στις 7 και αρχινάγαμε και φτιάχαμε τυροπιτάκια. Κάναμε 1.000 τυροπιτάκια την ημέρα. Γινότανε χαμός. Περιμένανε όρθιοι ο κόσμος να κάτσουνε να αδειάσει τραπέζι.”
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΑΜΠΡΑ
«Το μαγαζί αυτό πριν τη δικτατορία του Μεταξά, ήτανε σχολείο. Γύρω στα 1942 έγινε καφενείο, το είχε θυμάμαι ο κυρ Κώστας και η γυναίκα του η Κατίνα. Μετά το πήρε ένας Γιαχόπουλος και στη συνέχεια η αστυνομία που το έκανε λέσχη της. Εκεί δίπλα από τη λέσχη της αστυνομίας που ήταν στο μεγάλο το μαγαζί, υπήρχε και μια υπόγεια αποθήκη. Λέω του συγχωρεμένου του συνεταίρου μου του Νίκου του Αγγελογιαννόπουλου που o πατέρας του είχε το περίπτερο στα Ψηλά Αλώνια από το 1929, “δεν την κάνουμε την αποθήκη καφενείο;” Tου άρεσε η ιδέα. Είπαμε τότε στα παιδιά στη λέσχη, “ρε παιδιά να πάρουμε την πλατεία να τη δουλεύουμε να φτιάξουμε την αποθήκη ένα μικρό μαγαζί και να το λειτουργήσουμε σαν καφενείο;” Μας είπανε “πάρτε το, εμείς δεν πάμε σαν αστυνομία να σερβίρουμε στην πλατεία ”. Πήγαμε τότε και βρήκαμε τον Κώστα τον Γκολφινόπουλο και μας το έδωσε το υπόγειο και τo νοικιάσαμε.
Το Μάρτιο του 1966, κάναμε τα εγκαίνια. Μείναμε εκεί γύρω στα 6 χρόνια. Δίπλα ήταν το καλοκαιρινό σινεμά η “Αλάμπρα”. Όλοι λοιπόν όταν θέλανε να πούνε για μας, λέγανε “πάμε δίπλα στην Αλάμπρα” και έτσι μας έμεινε το όνομα.
Στη συνέχεια η λέσχη έφυγε και πήγε Γεροκωστοπούλου. Βρήκαμε τότε την ευκαιρία και του λέμε του Γκολφινόπουλου “θα το πάρουμε εμείς το μαγαζί. Μας απαντάει “το δικαιούστε” και μας το έδωσε με ένα μικρό ενοίκιο. Και έτσι το ένα το μικρό το κάναμε ψησταριά με σουβλάκια και το μεγάλο το κάναμε καθαρό καφενείο.”
(ξεκίνησε από παιδί ως σερβιτόρος σε καφενεία- Φωτό από το λεύκωμα Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα)
(από την ημέρα της παρουσιάσης του λευκώματος στην εκδήλωση του ΣΚΕΑΝΑ)