Του Aθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Επιστρέφοντας στο Λευκό Οίκο στα τέλη Ιανουαρίου, ο Ντόναλντ Τράμπ, είχε στα χέρια του όλους τους μοχλούς οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ. Διέθετε επίσης όλα τα στοιχεία της παρουσίας του δολαρίου στα διεθνή δίκτυα και των κυρώσεων που οι ΗΠΑ είχαν επιβάλλει σε κυβερνήσεις και ιδιωτικούς οργανισμούς. Παράλληλα ο Αμερικανός πρόεδρος σκόπευε να εφαρμόσει και τις νομισματικές υποδείξεις του μυστικοσυμβούλου του Στήβεν Μιράν, για ένα ισχυρό μεν αλλά «υποτιμημένο» δολάριο.
Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Τραμπ επέμενε ότι οι κυρώσεις ήταν ένα κακό εργαλείο σε σύγκριση με τους δασμούς και είχε υποσχεθεί να τις χρησιμοποιήσει «όσο το δυνατόν λιγότερο», φοβούμενος ότι θα σκότωναν το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα – ένα αποτέλεσμα τόσο κακό όσο η απώλεια ενός πολέμου, ισχυριζόταν. Αυτός ο δηλωμένος σκεπτικισμός όμως,την περίοδο 2017-2020 συγκρούστηκε με το ιστορικό του στην εξουσία. Στην πρώτη του θητεία, ήταν ευτυχής να επιβάλει κυρώσεις στη Βόρεια Κορέα και να τις αναπτύξει σε μια προσπάθεια να ασκήσει «μέγιστη πίεση» στο Ιράν. Όμως, η σημερινή αντίθεση του Τραμπ για τις κυρώσεις είναι πιθανό, να πυροδοτήσει διαφωνίες που τώρα είναι κάτω από το χαλί. Πολλά από τα πρόσωπα που έχει στην κυβέρνησή του, όπως ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, υπουργός Εξωτερικών, είναι υπέρμαχοι των κυρώσεων. Σίγουρα δε, θα θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το σημαντικό όπλο της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ στους εχθρούς τους. Άλλοι μπορεί να είναι νευρικοί για την υπερβολική χρήση κυρώσεων, όπως ήταν ο Στίβεν Μνούτσιν, ο υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ. Κάποιοι επίσης μπορεί ακόμη και να είναι ενεργά εχθρικοί απέναντι στη δύναμη του δολαρίου ΗΠΑ και τις δεσμεύσεις που επιβάλλει
Σύντομα έτσι θα μπορούσε να επικρατήσει διχόνοια και η αποχώρηση του Ελον Μάσκ από την κυβέρνηση, κάτι μας λέει. Η ικανότητα της Ουάσιγκτον να παρακολουθεί τεράστιες ποσότητες οικονομικών δεδομένων και να κρατά τα χρήματα και την τεχνολογία μακριά από τα χέρια των αντιπάλων της, θα μπορούσε να παρεμποδιστεί από εσωτερικές διαμάχες και από την τάση του Τραμπ να αλλάζει γνώμη από μια στιγμή στην άλλη. Η πολιτική οικονομικής ασφάλειας των ΗΠΑ ετοιμάζεται να γίνει έτσι ένα πεδίο μάχης, στο οποίο τα γεράκια της Κίνας, οι δασμολογικοί πολεμιστές, οι Wall Streeters και οι αδερφοί Bitcoin, ανταγωνίζονται για να επηρεάσουν έναν πρόεδρο που διαμορφώνει πολιτική βασισμένη στις συμβουλές οποιουδήποτε μιλάει τελευταίος..
Κατά την επιθεώρηση «Foreign Affairs», οι πιθανές συνέπειες αυτής της διαφωνίας γίνονται σαφείς από δύο νέα βιβλία που αφηγούνται την ιστορία του πώς η Ουάσιγκτον κατέκτησε την τέχνη του οικονομικού εξαναγκασμού και εξετάζουν πώς αυτή η μαεστρία θα μπορούσε να εξελειχθεί στο μέλλον. Στο Dollars and Dominion, η Mary Bridges, μια επιχειρηματική δημοσιογράφος που έγινε ιστορικός, εκθέτει τις αιωνόβιες απαρχές της οικονομικής αυτοκρατορίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο Chokepoints, ο Έντουαρντ Φίσμαν, ο οποίος εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργείο Εξωτερικών, κολακεύει τους «τεχνοκράτες των κυρώσεων», που έχουν οικοδομήσει αυτήν την κυριαρχία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δεδομένου ότι ο Τραμπ θεωρεί την τεχνοκρατική τεχνογνωσία ως τα δεσμά του «βαθιού κράτους», ο απολογισμός του Μπρίτζες μπορεί να αποδειχθεί πιο σχετικός στο εγγύς μέλλον. Ηδη ο Τραμπ επιστρέφει σε μια παλαιότερη και πιο πρωτόγονη προσέγγιση της αμερικανικής οικονομικής ισχύος.
Σήμερα, όπως και στις αρχές του εικοστού αιώνα, αυτή η δύναμη πηγάζει από ένα σωρό πηγές. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν δυναμικό οικονομικής επιβολής εις βάρος του να βρουν πώς να το χρησιμοποιήσουν καλύτερα. Τα διάφορα μέρη αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «κράτος οικονομικής ασφάλειας», όπως το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών και το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του Υπουργείου Εμπορίου, μερικές φορές δυσκολεύονται να συντονίσουν την εργασία τους και αδυνατούν να συλλέξουν πληροφορίες ή να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη στρατηγική. Δεν υπάρχει ακόμη σχέδιο για το πώς όλα τα εξαρτήματα πρέπει να ταιριάζουν μεταξύ τους.
Η τακτική του Τραμπ μάλλον θα επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα. Το κράτος οικονομικής ασφάλειας χρειάζεται περισσότερη συνοχή και προγραμματισμό, όχι λιγότερη, τονίζουν οι υπέρμαχοι του. Οι κυρώσεις και οι έλεγχοι των εξαγωγών είναι μερικά από τα πιο ισχυρά όπλα στο οπλοστάσιο των ΗΠΑ, αλλά τα διαχειρίζεται μια γραφειοκρατική μηχανή που συγκρατείται με κολλητική ταινία. Δεν υπάρχει αντίστοιχο του Πενταγώνου – ένα αρχηγείο που συντονίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ κάτω από μια στέγη – για οικονομική ασφάλεια.
Στο μέτρο δε που ο Τραμπ ακολουθεί την πολιτική περιορισμού των δημοσίων υπαλλήλων, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει την όρεξή του για χάος. Η νέα κυβέρνηση κινείται απρόβλεπτα ανάμεσα σε εξαιρετικά ασυμβίβαστες πολιτικές: αντικατάστασης κυρώσεων και ελέγχων εξαγωγών με δασμούς, επιβολής κυρώσεων σε κλίμακα (ακόμη και κατά συμμάχων) και προστασίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και κρυπτονομισμάτων από τη ρυθμιστική εξουσία των ΗΠΑ. Αυτό θα είναι ένα χάος βραχυπρόθεσμα και θα αποδυναμώσει την ισχύ των ΗΠΑ μακροπρόθεσμα, καθώς άλλες χώρες απομονώνονται από την χαοτική κατάσταση αποφεύγοντας όσο μπορούν το αμερικανικό οικονομικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή, ο αντιευρωπαϊσμός του Τράμπ και επιφανών συνεργατών του, προσφέρει ανέλπιστα όπλα στους εχθρούς της Δύσης, που δεν περίμεναν τέτοιο δώρο. Υπό αυτές τις συνθήκες η πορεία των ΗΠΑ από κάθε άποψη κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη εμπνέει. Και αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη διεθνή συγκυρία..