Οριακή νίκη της κυβέρνησης Μαρκ Κάρνεΐ στον πρώτο προϋπολογισμό, με αλλαγές οικονομικής πολιτικής.
- Η νέα πολιτική γεωγραφία της καναδικής βουλής
- Οι πρώτες ρωγμές στους Συντηρητικούς
- Σε απόσταση το Μπλοκ Κεμπεκούα
- Η αποχή ως ύστατη άμυνα επιβίωσης
- Η πράσινη ψήφος που έκρινε το αποτέλεσμα
- Ο νέος δημοσιονομικός χάρτης
- Αύξηση κι εδώ δαπανών για αμυντικούς εξοπλισμούς
- Τεχνητή Nοημοσύνη, κβαντική ισχύς και ψηφιακή κυριαρχία
- Μετανάστευση: Από την ποσότητα στην ποιότητα
- Θωράκιση της χώρας για σκληρές διαπραγματεύσεις
- Η διπολική αντιμετώπιση
Του Δημήτρη Βοχαΐτη*
Ο προϋπολογισμός του 2025, με τίτλο «Δυνατός Καναδάς» (Canada Strong), εγκρίθηκε στην Οττάβα στις 17 Νοεμβρίου, με οριακή πλειοψηφία 170-168 στη Βουλή των Κοινοτήτων της χώρας, με μία κρίσιμη ψήφο εμπιστοσύνης για τη μειοψηφική κυβέρνηση Μαρκ Κάρνεϊ. Η ψήφος αυτή υπογράμμισε όχι μόνο την αδυναμία των κυβερνώντων γιατί είναι μειοψηφική κυβέρνηση αλλά και το πόσο στρατηγικός και επισφαλής είναι ο ρόλος του συγκεκριμένου προϋπολογισμού σε συνθήκες εμπορικής και γεωπολιτικής ρευστότητας. Ωστόσο, η μονοκομματική κυβέρνηση των Φιλελευθέρων του Κάρνεϊ κατάφερε να υπερβεί την πρώτη της δοκιμασία διασφαλίζοντας έναν ορατό πολιτικό ορίζοντα, ίσως όχι μίας πλήρους τετραετίας, αλλά σίγουρα μερικών ακόμη ετών διακυβέρνησης.
Η νέα πολιτική γεωγραφία της καναδικής βουλής
Στη νέα Βουλή, οι Φιλελεύθεροι διαθέτουν πλεόν 170 έδρες, απέχοντας με δύο έδρες από την αυτοδυναμία. Οι Συντηρητικοί έχουν 143, το Μπλοκ Κεμπεκουά (Bloc Québécois) 22, το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα μόλις 7, ενώ οι Πράσινοι 1. Με αυτήν την αριθμητική, ο προϋπολογισμός δεν θα μπορούσε να περάσει χωρίς έστω μία εξωκυβερνητική ψήφο υπέρ και χωρίς στρατηγικές αποχές.
Η κυβέρνηση των Φιλελεύθερων (Liberal Party of Canada) εξελέγη στις 28 Απριλίου, 2025, με τον πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά και της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, να εκλέγεται αρχηγός του κόμματος τον Μάρτιο με συντριπτική πλειοψηφία 85,9%. Η νίκη του ερμηνεύθηκε ευρέως ως αποδοκιμασία της ατζέντας των δασμών που επέβαλε η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και ως το δυνατό στρατηγικό χαρτί των Φιλελευθέρων έναντι στον λαϊκιστή αρχηγό του Συντηρητικού κόμματος (Conservative Party), Πιέρ Πουαλιέβρ. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν τον περασμένο Απρίλιο, μολονότι δεν εξασφάλισαν αυτοδυναμία, οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν 169 έδρες, τρεις λιγότερες από την απαιτούμενη πλειοψηφία (172). Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να κάνουν μία εντυπωσιακή ανατροπή κατά την οποία οι Συντηρητικοί, κι ενώ πέτυχαν κάποια στιγμή να προηγούνται προεκλογικά με 25%, έφτασαν στο σημείο να χάσουν τις εκλογές με διαφορά σχεδόν 20%.
Η ψήφιση, όμως, του προϋπολογισμού είναι ενδεικτική των πολιτικών συσχετισμών. Οι Φιλελεύθεροι τον ψήφισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, παμψηφεί. Οι Συντηρητικοί τον καταψήφισαν με μία αποχή και μία απουσία, παρουσιάζοντάς τον ως έναν «πληθωριστικό προϋπολογισμό» με υπερβολικά ελλείμματα και χωρίς ουσιαστική φορολογική ανάσα για την μεσαία τάξη.
Οι πρώτες ρωγμές στους Συντηρητικούς
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχείρησε να ταυτίσει την οικονομική δυσφορία των νοικοκυριών με την πολυετή διακυβέρνηση των Φιλελευθέρων, σε μία περίοδο που η δική του κοινοβουλευτική παρουσία έχει δοκιμαστεί καθώς έχασε στις εθνικές εκλογές μέχρι και την προσωπική έδρα του και επέστρεψε στη βουλή μέσω άλλου εκλογικού διαμερίσματος αφού παραιτήθηκε βουλευτής του κόμματός του για να εκλεγεί ο ίδιος.
Σε απόσταση το Μπλοκ Κεμπεκούα
To Μπλοκ Κεμπεκουά (Bloc Québécois), το κόμμα που εκπροσωπεί τα εθνικά και γλωσσικά συμφέροντα της επαρχίας του Κεμπέκ, καταψήφισε και αυτό τον προϋπολογισμό κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι αγνοεί τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της επαρχίας αφού «Δεν υπάρχει τίποτα για το Κεμπέκ». Κατηγορεί την ομόσπονδη κυβέρνηση πως αρνείται να προχωρήσει σε ουσιαστική, χωρίς όρους, αύξηση των μεταβιβάσεων για την υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες και πως προτιμά να χρηματοδοτεί ομοσπονδιακά προγράμματα με τη σφραγίδα της Οττάβας αντί να δώσει απευθείας φορολογικό χώρο και μόνιμους πόρους στην επαρχία.
Η αποχή ως ύστατη άμυνα επιβίωσης
Η στάση του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος (New Democratic Party, NDP), του κεντροαριστερού, σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είναι ίσως η πλέον λεπτή πολιτικά. Το NDP βγήκε από τις εκλογές του Απριλίου βαριά αποδυναμωμένο, με μόλις επτά έδρες από τις 25 της προηγούμενης βουλής, χωρίς να έχει πλέον καθεστώς επίσημου κόμματος αφού δεν κατέλαβε το όριο των 12 εδρών και με τον αρχηγό του, ινδικής καταγωγής και Σιχ, Τζαγκμίτ Σινγ να χάνει και αυτός την έδρα του μένοντας εκτός κοινοβουλίου και ανακοινώνοντας την παραίτησή του. Ο προσωρινός αρχηγός του κόμματος, Ντον Ντέιβις, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση της αριστερής αντιπολιτευτικής ταυτότητας και στον φόβο μίας νέας εκλογικής αναμέτρησης που θα μπορούσε να συρρικνώσει περαιτέρω την παρουσία του κόμματος στο κοινοβούλιο. Αποτέλεσμα αυτών είναι ότι ψήφισε κατά του προϋπολογισμού αλλά δύο βουλευτές επέλεξαν να απέχουν, σε μία κίνηση λευκής αντιπολίτευσης που επιτρέπει τη δημόσια διαφωνία χωρίς να φτάνει μέχρι την ανατροπή της κυβέρνησης.
Η πράσινη ψήφος που έκρινε το αποτέλεσμα
Η εκλεγμένη και μοναδική βουλευτής των Πρασίνων, Ελίζαμπεθ Μέι, επέλεξε να υπερψηφίσει τον προϋπολογισμό, παρ’ ότι άσκησε κριτική σε περιβαλλοντικές υποχωρήσεις και στην κλιμάκωση των αμυντικών δαπανών. Έκρινε, όμως, ότι οι επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, σε υποδομές και βιοποικιλότητα, η στροφή προς ένα παραγωγικό κράτος επενδύσεων και η δέσμευση του Κάρνεϊ για πολιτικές συμβατές με τη Συμφωνία των Παρισίων δικαιολογούν την ψήφο εμπιστοσύνης της. Σε επίπεδο αριθμητικής, η ψήφος της, σε συνδυασμό με τις αποχές του NDP αποδείχθηκε καθοριστική για την έγκριση του προϋπολογισμού.
Σήμερα, η κυβέρνηση Κάρνεϊ καλείται να κυβερνήσει σε περιβάλλον πολλαπλών πιέσεων αφού αφενός, στο εσωτερικό της χώρας κυριαρχεί η κόπωση της μεσαίας τάξης από την ακρίβεια, την κρίση στέγασης και τα υψηλά επιτόκια και αφετέρου, στο εξωτερικό, η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και η επιθετική δασμολογική του ατζέντα έφεραν τον Καναδά σε μία κατάσταση ενός ιδιότυπου εμπορικού πολέμου με τον βασικό οικονομικό/εμπορικό του εταίρο.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο προϋπολογισμός του 2025 δεν εκλαμβάνεται απλώς ως ένα οικονομικό κείμενο αλλά ως μία αλλαγή εθνικής στρατηγικής σε μία εποχή γεωπολιτικού και γεωοικονομικού κατακερματισμού. Μέσα από αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική επιλογή άμεσης αλλαγής οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής δεν είναι απλώς δημοσιονομική αλλά γεωπολιτική αφού ο Καναδάς απαιτεί να αποσχιστεί και να μειώσει την εξάρτησή του από τις ΗΠΑ, να ενισχύσει την αυτοδυναμία του και να διευρύνει τα εξαγωγικά του ανοίγματα προς την Ευρώπη και την Ασία.
Ο νέος δημοσιονομικός χάρτης
Στο ουσιαστικό πλαίσιο του προϋπολογισμού του πρώην κεντρικού τραπεζίτη, εισάγεται μία νέα δημοσιονομική αρχιτεκτονική και διεθνή οπτική. Αντί η κυβέρνηση να προσεγγίζει τις δαπάνες ως ενιαίο πακέτο, επιχειρεί να διαχωρίσει αυστηρά τις λειτουργικές δαπάνες -μισθοδοσία, καθημερινή λειτουργία του κράτους, επαναλαμβανόμενα προγράμματα- από τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις σε υποδομές, άμυνα, τεχνολογία και στέγαση. Η φιλοσοφία, όπως την συνοψίζει το υπουργείο Οικονομικών του Καναδά, είναι να «ξοδεύουμε λιγότερα για να λειτουργούμε και περισσότερα για να επενδύουμε».
Στη βάση αυτής της λογικής, το έλλειμμα της επόμενης δημοσιονομικής χρονιάς προβλέπεται να ανέλθει γύρω στα 78,3 δισ. δολάρια Καναδά, ένα από τα υψηλότερα των τελευταίων ετών. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση υπόσχεται ότι σε ορίζοντα τριετίας οι καθαρά λειτουργικές δαπάνες θα εξισορροπούνται από τα έσοδα, με τα μεγάλα ανοίγματα να αφορούν, σχεδόν αποκλειστικά, επενδυτικά έργα.
Για να καταστεί εφικτή αυτή η στροφή, η Οττάβα αναλαμβάνει ένα πολιτικά επώδυνο βάρος με τη μείωση της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης κατά 40 περίπου χιλιάδες θέσεις εργασίας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και περικοπές ύψους 10% σε προσωπικό και προγράμματα ως το 2028-29. Η συνολική εξοικονόμηση εκτιμάται ότι θα φτάσει τις δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία η καναδική κυβέρνηση σχεδιάζει να κατευθύνει σε αυτό που περιγράφει ως προγράμματα εθνικής οικοδόμησης (nation-building projects) στα οποία συμπεριλαμβάνονται μεγάλα έργα υποδομών, αναβάθμιση της άμυνας, ενεργειακή μετάβαση και ψηφιακό μετασχηματισμό.
Αύξηση κι εδώ δαπανών για αμυντικούς εξοπλισμούς
Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της νέας οικονομικής κατεύθυνσης είναι ο επανασχεδιασμός και η ενδυνάμωση της εθνικής άμυνας, που αναδεικνύεται ως ένα από τα πλέον εμφανή κεφάλαια του προϋπολογισμού. Ο Καναδάς δεν δεσμεύεται μόνο να καλύψει τον διαχρονικό στόχο του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες, έναν στόχο που υπενθύμιζαν για χρόνια στον Καναδά οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι, αλλά στο πλαίσιο της νέας συμμαχικής δέσμευσης επενδύσεων έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του και έχει αναλάβει πολιτική δέσμευση να αυξήσει τη συνολική δαπάνη για την άμυνα και ασφάλεια προς το 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035.
Ο φετινός προϋπολογισμός λειτουργεί ως την πρώτη φάση αυτής της μακράς πορείας, εντάσσοντας μία δέσμη μέτρων για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, την ανανέωση κρίσιμων εξοπλισμών, την αναβάθμιση στρατιωτικών και διττής χρήσης υποδομών καθώς και την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού. Με αυτόν τον τρόπο, η όμορη βόρεια χώρα των ΗΠΑ επιχειρεί να απαντήσει όχι μόνο στις πιέσεις της Ουάσινγκτον αλλά και στις βαθιές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις της εποχής και τη σταδιακή αποδόμηση της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Δύσης.
Τεχνητή Nοημοσύνη, κβαντική ισχύς και ψηφιακή κυριαρχία
Παράλληλα, ο προϋπολογισμός στρέφει το βλέμμα στις νέες τεχνολογίες ως πυλώνα εθνικής ισχύος προβλέποντας ότι κονδύλια του ενός σχεδόν δισεκατομμυρίου δολαρίων για την ενίσχυση του οικοσυστήματος τεχνητής νοημοσύνης, με στόχο να στηριχθούν τόσο η έρευνα όσο και η υιοθέτηση έξυπνων συστημάτων από επιχειρήσεις και δημόσιο τομέα. Στον ίδιο άξονα εντάσσονται και τα εκατοντάδες εκατομμύρια για την ανάπτυξη κβαντικών υπολογιστικών δυνατοτήτων, την υλοποίηση μιας πιο ανοικτής τραπεζικής αρχιτεκτονικής (open banking) και τη ρύθμιση νέων ψηφιακών προϊόντων, όπως τα stablecoins. Ενώ, επιπλέον, επαναβεβαιώνεται ο ρόλος του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα CBC/Radio-Canada, ως θεσμικού αντιβάρου στην παραπληροφόρηση και στην πολωτική λογική των κοινωνικών δικτύων.
Μετανάστευση: Από την ποσότητα στην ποιότητα
Παράλληλα με τη στρατηγική των μεγάλων επενδύσεων, η μετανάστευση εξελίσσεται σε ένα κρίσιμο και πολιτικά φορτισμένο πεδίο διαλόγου. Μετά από πολλά χρόνια κατά τα οποία ο Καναδάς άνοιγε διαρκώς τις πόρτες του, φτάνοντας σε επίπεδα εισδοχών που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες στέγασης και υποδομών, η κυβέρνηση προχωρά σε μία αυστηρότερη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Οι στόχοι για μόνιμους κατοίκους θα σταθεροποιηθούν στις 380.000 ετησίως την τριετία 2026-2028 ενώ οι άδειες για προσωρινούς εργαζόμενους και διεθνείς φοιτητές περιορίζονται. Ωστόσο, ο Καναδάς παραμένει ίσως η πλέον φιλόξενη χώρα στον κόσμο για μετανάστες λόγω του ανεπτυγμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, της παγιωμένης, έστω και της πλέον αμφισβητούμενης, συναίνεσης υπέρ της μετανάστευσης και της στρατηγικής ανάγκης και επιδίωξης της χώρας να ενισχύσει την ισχύ και την επιρροή της στη διεθνή σκηνή.
Η αλλαγή που συντελείται σήμερα δεν αναιρεί αυτή τη φήμη. Ουσιαστικά την αναπροσαρμόζει με σαφή προτίμηση σε ανθρώπους υψηλής εκπαίδευσης και επαγγελματικών προσώντων, η καναδική κυβέρνηση επιχειρεί να διατηρήσει την οικονομική της δυναμική, να θωρακίσει κρίσιμους τομείς εργασίας ευθυγραμμίζοντας την πληθυσμιακή αύξηση με τις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες των πόλεων, των υπηρεσιών και της χώρας.
Θωράκιση της χώρας για σκληρές διαπραγματεύσεις
Επιστρέφοντας στο στρατηγικό επίπεδο, ο προϋπολογισμός έρχεται σε μια στιγμή που ανοίγει μπροστά η επόμενη αναθεώρηση της εμπορικής Συμφωνίας ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού (USMCA) και η προοπτική νέων εμπορικών συγκρούσεων με τις ΗΠΑ. Η κίνηση Κάρνεϊ να αναδιατάξει τις δημοσιονομικές προτεραιότητες από το κοινωνικό κράτος προς την άμυνα, τις υποδομές, την τεχνολογία και την βιομηχανική πολιτική, εντάσσεται στη λογική προετοιμασίας του Καναδά για να μπει στον επόμενο γύρο διαπραγματεύσεων, που θα γίνουν του χρόνου, όχι ως παθητικός εταίρος, αλλά ως χώρα με ισχυρά δικά της εργαλεία. Οι επενδύσεις σε κρίσιμα ορυκτά, σε ενεργειακές υποδομές και σε νέες βιομηχανικές αλυσίδες αξίας αποτελούν τη «σκληρή» πλευρά αυτής της στρατηγικής.
Η διπολική αντιμετώπιση
Παρά τη συνοχή της κυβερνητικής στρατηγικής, οι αντιδράσεις καταδεικνύουν ότι ο Καναδάς βρίσκεται σε μία μεταβατική φάση. Από τη μία απομακρύνεται σταδιακά από το μοντέλο των μεταπανδημικών προϋπολογισμών, όπου κεντρική θέση είχαν οι οριζόντιες ενισχύσεις και η ενίσχυση των κοινωνικών παροχών και προγραμμάτων, αφ’ ετέρου, η νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία, τον επιθετικό επενδυτικό προγραμματισμό και την κοινωνική προστασία δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Οι πρώτες μετρήσεις της κοινής γνώμης αποτυπώνουν έναν βαθύ διχασμό στον οποίο ένα τμήμα των πολιτών αναγνωρίζει την ανάγκη για ισχυρότερες επενδύσεις και ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας ενώ ένα άλλο βιώνει τις περικοπές στον δημόσιο τομέα και στους νέους ως άδικη ανακατανομή βαρών.
*Ο Δημήτρης Βοχαϊτης είναι δημοσιογράφος με έδρα το Τορόντο
