του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
Η Nouvelle Vague ήταν το σινεμά που πέταξε τα τρίποδα, ξέχασε τα σενάρια και βγήκε για καφέ με μια κάμερα στο χέρι, επανάσταση με μπερέ, τσιγάρο και ιδέες πολλές ιδέες.
Στις αρχές του Μάη του 1959, μια νεανική σπίθα άναψε στις Κάννες, τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό ξανασχεδίασαν τα σύνορα του κινηματογράφου. Έναν χρόνο μετά, το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ μετέτρεψε αυτή τη σπίθα σε πυρκαγιά που παρέσυρε ό,τι θεωρούνταν δεδομένο.
Η “Nouvelle Vague” του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ είναι μια τρυφερή, νοσταλγική και πνευματώδης ιστορία πορτρέτου, όχι απλώς ενός σκηνοθέτη, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς και μιας επανάστασης στον κινηματογράφο. Η ταινία μας μεταφέρει στο Παρίσι του 1959, στην καρδιά του κινήματος της Γαλλικής Νουβέλ Βαγκ, ακολουθώντας τον νεαρό κριτικό των Cahiers du cinéma, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, που αποφασίζει ότι η κριτική δεν του αρκεί, θέλει να γίνει σκηνοθέτης.

Ο Γκοντάρ (Γκιγιόμ Μάρμπεκ) καταφέρνει να πείσει τον παραγωγό Ζορζ ντε Μποερζάρ (Μπρούνο Ντρέιφουρστ) να χρηματοδοτήσει το νέο του όραμα, μια χαμηλού κόστους ταινία για ένα ζευγάρι από περιθωριακούς, εμπνευσμένη από gangster ταινίες, γραμμένη από κοινού με τον φίλο του και επίσης κριτικό, Φρανσουά Τριφό. Το σχέδιο αυτό, παρά την έλλειψη συμβατικού σεναρίου, θα γίνει η θρυλική «À Bout de Souffle» (Με Κομμένη την Ανάσα).
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι δυναμικές σχέσεις του καστ και της ομάδας παραγωγής παίρνουν σάρκα και οστά. Η Τζιν Σίμπεργκ (Ζόι Ντόιτς), η Αμερικανίδα ηθοποιός που δέχεται να συμμετάσχει, είναι αρχικά επιφυλακτική. Δεν καταλαβαίνει την προσέγγιση του Γκοντάρ, δεν υπάρχουν πολλές επαναλήψεις των σκηνών, μεγάλο μέρος του διαλόγου αυτοσχεδιάζεται, και η ηχογράφηση γίνεται αργότερα. Ο Γκοντάρ κρατά το όραμά του σταθερό, παλεύει με την ασυμβατότητα, την έλλειψη πόρων και τις νευρώσεις, γνωρίζοντας όμως ακριβώς πώς θέλει να φαίνεται η ταινία του, ακόμα κι αν οι άλλοι δεν το βλέπουν.
Ο Ζαν-Πολ Μπελμόντο (Όμπρι Ντούλιν) μπαίνει στο παιχνίδι ως ο γκαγκστερικός πρωταγωνιστής, με τον τρόπο του να συνδυάζει αταραξία, αντρίλα και άγρια γοητεία. Αντί για ένα άψογο σενάριο, αναπτύσσεται μια χημεία ανάμεσα σε αυτόν, τη Σέμπεργκ και τον Γκοντάρ, η κάμερα έχει συχνά ένα παιχνιδιάρικο, αυθόρμητο βλέμμα, και οι στιγμές ανάμεσα στα γυρίσματα, στα καφέ, στους διαδρόμους, στα στούντιο ή στους δρόμους του Παρισιού, γίνονται πεδίο δημιουργίας.
Η ταινία αναπαράγει όχι μόνο την αισθητική της εποχής, αλλά σκηνοθετικά και τεχνικά στοιχεία που θυμίζουν την ταινία Με Κομμένη την Ανάσα. Κυρίως, χρησιμοποιεί ασπρόμαυρη φωτογραφία, 4:3, και ακόμα και σημάδια cue mark είναι ένα μικρό σημάδι που εμφανίζεται για κλάσμα του δευτερολέπτου στην επάνω δεξιά γωνία της οθόνης όταν προβάλλεται φιλμ. Χρησιμοποιούνταν παλιά στους κινηματογράφους για να ειδοποιήσουν τον προβολατζή ότι πλησιάζει η αλλαγή του ρολού στην εικόνα.
Παρά τις τριβές, ανάμεσα στο όραμα του Γκοντάρ και τις πρακτικές της παραγωγής, η ταινία δεν είναι μια σκοτεινή βιογραφία. Αντίθετα, προβάλλει το πάθος, την καλλιτεχνική αφέλεια και τη δημιουργική παράνοια που βρίσκονταν στην καρδιά της Νουβέλ Βαγκ. Ο Λινκλέιτερ δεν περιορίζεται σε έναν αυστηρά ιστορικό αναπαραστατικό τόνο: το σενάριο (Χόλι Τζεντ Βίνσεντ Πάλμο) συνδυάζει χιούμορ, φιλοσοφικές σκέψεις και κινηματογραφική λατρεία.
Μέσα από τις συζητήσεις και τις συγκρούσεις της ομάδας, με τον παραγωγό που ανησυχεί για το κόστος, τη Σέμπεργκ που χάνει την υπομονή της και τον Γκοντάρ που επιμένει στην ελευθερία, αναδύεται η ιδέα ότι αυτό που γεννιέται δεν είναι απλώς μια ταινία, αλλά μια επανάσταση στη γλώσσα του σινεμά. Η δημιουργία του (Με Κομμένη την Ανάσα) γίνεται μεταφορικά και κυριολεκτικά μια πράξη ελευθερίας, μια ταινία που ανατρέπει συμβάσεις, γράφεται και ξαναγράφεται κατά βούληση, γυρίζεται στον δρόμο, αποπνέει αυθορμητισμό.
Στο τέλος, η Nouvelle Vague του Λινκλέιτερ φαίνεται λιγότερο σαν μια ψυχρή αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων και περισσότερο ως μια ειλικρινής, γεμάτη αγάπη ωδή σε εκείνους τους τολμηρούς νεαρούς που τόλμησαν να αμφισβητήσουν το τότε κατεστημένο του σινεμά. Είναι μια ταινία που αναδεικνύει τη μαγεία του «να κάνεις ταινία με όσα έχεις», και την πίστη ότι η τέχνη, ακόμα και όταν γεννιέται από χάος, μπορεί να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα. Η Nouvelle Vague γεννήθηκε όταν νέοι άνθρωποι που αγαπούσαν παντοιοτρόπως το σινεμά βαρέθηκαν τα ίδια και τα ίδια και γύρισαν ταινίες χωρίς άδεια, χωρίς χρήματα, αλλά με άποψη, καπνό και ατελείωτη φιλοδοξία.
