Απαλλάσσονται από φόρο τα δάνεια προς εργαζομένους ή εταίρους νομικών προσώπων και φορολογούνται μόνον για τυχόν όφελος από τόκους λόγω ευνοϊκού επιτοκίου. Με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο επέρχονται νέες ελαφρύνσεις για εργαζόμενους, αλλά και παγίδες που σε κάθε περίπτωση βάζουν διαρκώς η νομοθεσία και ο φοροελεγκτικός μηχανισμός.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 4 αντικαθίσταται το άρθρο 13 του ΚΦΕ που αφορά τη φορολόγηση των παροχών σε είδος και, μεταξύ άλλων, αναδιατυπώνεται η παράγραφος 3 που αφορά δάνεια προς εργαζομένους ή εταίρους νομικών προσώπων.
Ορίζεται ότι «οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι, αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα».
Παρατηρείται, δηλαδή, ότι εν προκειμένω, η παροχή δεν συνίσταται στο δάνειο, αλλά μόνον στη μη καταβολή τόκου ή στην καταβολή τόκου με επιτόκιο μικρότερο από το «μέσο επιτόκιο αγοράς»!
Ωστόσο, από τη διατύπωση των προτεινόμενων διατάξεων, οι οποίες αναφέρονται σε τόκους που καταβάλλονται «στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα», δεν είναι ίσως σαφές εάν, σε περίπτωση δανείου διάρκειας άνω του ενός μήνα όπως είναι και το σύνηθες, ο υπολογισμός του τόκου θα γίνεται με βάση το «μέσο επιτόκιο αγοράς» που ισχύει τον μήνα σύναψης του δανείου για όλη τη διάρκεια του δανείου ή ο υπολογισμός του επιτοκίου θα γίνεται διαφορετικά για κάθε μήνα διάρκειας του δανείου βάσει του ισχύοντος «μέσου επιτοκίου αγοράς» για τον μήνα αυτό.
Παγίδα νόμου
Πίσω όμως από τα δάνεια, κρύβεται και μία φάμπρικα προστίμων της εφορίας, ελεγκτές της οποίας επιμένουν να τα φορολογούν σαν κρυφό εισόδημα. Από την επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, καυτηριάζεται η νοοτροπία αυτή, η οποία διαποτίζει και τις προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου αυτού.
Συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι:
– στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πως «το βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη της δανειακής σχέσης το φέρει ο φορολογούμενος. Προς τούτο η καταβολή του δανείου και η επιστροφή του θα πρέπει να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών».
– ωστόσο πουθενά η διάταξη νόμου δεν λέει ότι φέρει τέτοιο βάρος ο φορολογούμενος, ούτε και μπορεί να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα από αυτές.
Είναι προφανές δηλαδή ότι το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί αυτονόητο κάτι, που δεν το λέει ο νόμος. Και αυτό είναι ότι όποιος επικαλεστεί δανειο, οιωνί ελέγχεται για μαύρο μαύρο χρήμα και θεωρείται ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου (δηλαδή μέχρι να αποδείξει ο ίδιος ότι έχει τέτοιο δάνειο).
Για τον λόγο αυτό, εάν πράγματι σκοπός του νομοθέτη είναι, αφενός, η αντιστροφή του βάρους απόδειξης και, αφετέρου, η θέσπιση ειδικού κανόνα ως προς τον τρόπο καταβολής και επιστροφής των εν λόγω δανείων, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, τούτο θα έπρεπε να προβλεφθεί ρητώς στην προς ψήφιση διάταξη, όπως τονίζει η Επιστημονική Επιτροπή.
Επιπλέον – διόλου τυχαία ίσως- η διάταξη νόμου αναφέρεται σε δάνεια «είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι». Και αυτό θα ήταν πλεονασμός ή περιττολογία, δεδομένου ότι κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 806-809), η σύμβαση δανείου είναι άτυπη και, επομένως, το έγγραφο δεν αποτελεί «συστατικό τύπο» της σύμβασης δανείου.
Ωστόσο μπαίνει ο όρος, προφανώς γιατί το υπουργείο Οικονομικών ξέρει πως οι φορολογικοί ελεγκτές θα ζητήσουν εξηγήσεις και αποδείξεις για το δάνειο που επικαλείται ο φορολογούμενος. Και παρότι δεν χρειάζεται να υπάρχει χαρτί, εμμέσως ο νόμος υποδεικνύει στον πολίτη να οπλιστεί με έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία -που δεν χρειάζονται!