Έχετε σκεφτεί ποτέ τι κοινό έχουν οι Λεπέν, Φάρατζ και Βίλντερς, εκτός από την απέχθειά τους για την Ενωμένη Ευρώπη; Έχουν όλοι τους θητεύσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είτε ξεκινώντας εκεί την πολιτική τους καριέρα, είτε χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο για να κυριαρχήσουν στην εθνική πολιτική σκηνή.
Το αρχικά παράδοξο έχει μια μάλλον εύκολη εξήγηση: Η -σε σχέση με τις εθνικές εκλογές- ευκολότερη εκλογή κομμάτων διαμαρτυρίας, η ιδιαίτερα υψηλή αποζημίωση τόσο σε προσωπικό όσο και κομματικό επίπεδο, η σιγουριά της 5ετίας, η δυνατότητα προβολής των ευρωπαϊκών λεονταρισμών τους στο εθνικό ακροατήριο.
Πίσω από το αφελές επιχείρημα της «εκ των έσω» άλωσης του συστήματος, τα -δεξιά και αριστερά- αντιευρωπαϊκά κόμματα χρησιμοποίησαν τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και πολλοί άλλοι στον ιδιωτικό τομέα: Ως μια ασφαλή και εύκολη πηγή χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους. Έτσι, πίσω από τους πύρινους λόγους τους δεν είδαμε ποτέ μια πρόταση π.χ. για μείωση των αμοιβών των ευρωβουλευτών και των πολιτικών ομάδων -αφού κατά τη γνώμη τους η «κακή» Ευρώπη δε χρειάζεται το Κοινοβούλιο. Δεν είδαμε να αρνούνται χρηματοδοτήσεις -από τη στιγμή που θα σπαταλούσαν χρήματα άλλων πλην των δικών τους πολιτών.
Είδαμε όμως χυδαίες επιθέσεις σε κάθε θεσμική έκφραση της ΕΕ, ψέματα, θεατρινισμούς και τυχοδιωκτικές συμμαχίες. Σε όλα αυτά η αντίδραση τόσο των θεσμικών οργάνων όσο και των άλλων πολιτικών ομάδων ήταν το λιγότερο υποτονική -αν όχι ανύπαρκτη. Αδυνατώντας να αντιταχθούν λογικά και ηθικά σε παρατάξεις που εκλέγονται δημοκρατικά σε ένα όργανο με κεντρικό σύνθημα τη διάλυσή του, περιορίστηκαν σε επιφανειακές επιθέσεις και ανούσιες αψιμαχίες, βολεμένοι πίσω από το «μεγάλο συνασπισμό» που επέτρεπε την προώθηση των περισσότερων σημαντικών πολιτικών της ΕΕ, βάζοντας «κάτω από το χαλί» τη συνεχή αύξηση των αντιευρωπαϊκών σχηματισμών.
Άφησαν έτσι το περιθώριο να δημιουργηθεί πλέον μια ετερόκλητη αλλά ισχυρή αντιευρωπαϊκή συμμαχία, όμως κυρίως έδωσαν το περιθώριο στους σχηματισμούς αυτούς, εκμεταλλευόμενοι τη χρηματοδότηση και την προβολή του Κοινοβουλίου να κυριαρχήσουν στις εθνικές πολιτικές σκηνές. Επέτρεψαν να γίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επωαστήριο αντιευρωπαϊκών και συχνά αντιδημοκρατικών δυνάμεων που ανδρώθηκαν και ενισχύθηκαν μέσα σε αυτό.
Δυστυχώς στις εκλογές για τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου είδαμε τη συνέχεια: Η μόνη σοβαρή συμμαχία, «ο μεγάλος συνασπισμός» διαλύθηκε, αποτέλεσμα προσωπικών επιδιώξεων και μικροπολιτικών σχεδιασμών. Και οι τρεις κυριότεροι «φιλοευρωπαΐοι» υποψήφιοι κυλίστηκαν σε διερευνητικές επαφές και αναζήτηση συμμαχιών που δεν ταιριάζουν στην ιστορία των ομάδων τους και την κρισιμότητα των στιγμών.
Ο χρόνος που υπάρχει είναι ελάχιστος. Στα 2,5 χρόνια που απομένουν ως τις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει ρόλο ευρωπαϊκό, πέρα του εύκολου τσιτάτου «της φωνής των ευρωπαίων πολιτών». Οι φωνές κούρασαν και είναι αυτές που οδήγησαν στο αδιέξοδο. Οι ευθύνες όσων ομνύουν στην Ενωμένη Ευρώπη βαραίνουν πλέον δραματικά. Θα πρέπει να συγκρατήσουν το κύμα του λαϊκισμού και των εθνικισμών καθαρίζοντας πρώτα από όλα τον οίκο τους. Χωρίς φόβο και χωρίς συμβιβασμούς.