Τον τελευταίο καιρό επανέρχονται στο προσκήνιο συζητήσεις για επιστροφή στην δραχμή και έξοδο από την ευρωζώνη. Παράλληλα, όμως, κάτι δεν πάει καλά στις σχέσεις του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα με το υπουργό Οικονομίας κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Ο υπουργός Οικονομίας, ακόμη και αν διαφωνεί κανείς μαζί του από πολιτικο-ιδεολογικής πλευράς, δεν είναι καθόλου τυχαίο πρόσωπο στην παρούσα συγκυρία. Αντιθέτως, είναι ο σοβαρότερος συντελεστής για να παραμένει ο κ. Τσίπρας στην εξουσία. Διότι το πολύ δύσκολο έργο της νέας μνημονιακής διαπραγμάτευσης, μετά την φαρσοκωμωδία Γ. Βαρουφάκη, το έχει αναλάβει ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, συνεπικουρούμενος βεβαίως και από τον κ. Γιώργο Χουλιαράκη. Ο τελευταίος, επί υπουργίας Βαρουφάκη είχε αναλάβει ένα τιτάνιο διαπραγματευτικό έργο. Έργο το οποίο μπορεί να απέτυχε, αλλά την ευθύνη για την αποτυχία αυτή φέρει αποκλειστικά ο κύριος πρωθυπουργός. Αυτός ήταν που προκήρυξε ένα δημοψήφισμα για λόγους θεάματος και μόνον –και το ότι τελικώς διασώθηκε πολιτικά το οφείλει στην τότε υπεύθυνη στάση μεγάλου μέρους της αντιπολιτεύσεως.
Σήμερα, στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για την αξιολόγηση ο κ. Αλ. Τσίπρας παίζει τα ίδια επικίνδυνα παιχνίδια. Προσφέρει έτσι διαβεβαιώσεις προς κάθε κατεύθυνση ότι όλα πάνε καλά και εγγυάται το πέρας της αξιολόγησης την ώρα που αυτή, για πολλούς και διάφορους λόγους, παραπαίει. Από την άλλη πλευρά, εκδηλώνεται μία περίεργη κόντρα μεταξύ Αλ. Τσίπρα και Ευκλ. Τσακαλώτου, η οποία δεν θα αφορούσε κανέναν πλην των κομματικών στελεχών αν ο κ. Τσακαλώτος δεν ήταν ο βασικός –ίσως και ο μόνος– διαπραγματευτής της χώρας με τους δανειστές.
Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές η κόντρα αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομίας θέλει να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση, ενώ ο πρωθυπουργός θέλει να καθυστερήσει όσο μπορεί για να παίξει το γνωστό θέατρο της διαπραγμάτευσης με θεατές τους ψηφοφόρους. Όπως έγραψε και ο Γρηγόρης Νικολόπουλος, ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι κάποιες πολιτικές ανατροπές στην Ευρώπη θα αποβούν προς όφελός του και άρα θα αλλάξουν το αρνητικό για την χώρα μας κλίμα.
Ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να καταλάβει ότι η Ελλάδα είναι από κάθε άποψη βαρίδι για την Ευρώπη και οι πολλοί τακτικισμοί μπορούν να γίνουν μπούμερανγκ για τους εμπνευστές τους. Αν, λοιπόν, η χώρα μας έχει κάποιες ελπίδες να πετύχει καλύτερους μνημονιακούς όρους από αυτούς που η ίδια υπέγραψε τον Αύγουστο 2015, αυτό σήμερα μπορεί να το πετύχει –και όχι με ακροδεξιές και αντιευρωπαϊκές κυβερνήσεις αύριο. Με τους ακραίους, τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια δεν θα εγκρίνουν καμμία χαλάρωση των όρων για την Ελλάδα. Ίσως δε επιδιώξουν και την διακοπή του προγράμματος χρηματοδότησής μας.
Ο κ. Τσακαλώτος τα γνωρίζει όλα αυτά και, κυρίως, θέλει να αποφύγει να φτάσουμε στο καλοκαίρι με την θηλιά στον λαιμό –να μην έχει χρήματα να πληρώσει τους δημοσίους υπαλλήλους και τις συντάξεις, και να αναγκαστεί να χρεωθεί ο ίδιος την υπογραφή ενός τέταρτου πολύ σκληρού μνημονίου. Θεωρεί, δηλαδή, ότι ενισχύεται πολιτικά ο ίδιος αν επιτύχει την αξιολόγηση και η Ελλάδα μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ αν αργήσουμε ο ίδιος καταστρέφεται πολιτικά.
Το τί θα συμβεί θα το ξέρουμε τις επόμενες εβδομάδες και ίσως να μάθουμε και το πότε θα γίνουν τελικά οι εκλογές –πιθανότητα που μοιάζει πολύ πιο αυξημένη τώρα, καθώς η κυβέρνηση πιέζεται τόσο από το εξωτερικό όσο και από την αδυναμία των πολιτών να πληρώσουν όλους αυτούς τους φόρους που έχει επιβάλει. Κάποιοι στο κόμμα πιέζουν για εκλογές προκειμένου να διασώσουν ό,τι μπορούν από την χαμένη τιμή της αριστεράς, όμως οι βουλευτές και πολλοί άλλοι κομματικοί που έχουν αναλάβει πόστα δεν θέλουν να χάσουν τις καρέκλες τους και το χρήμα, ιδιαίτερα σε εποχές δυσπραγίας.
Ωστόσο, πίσω από μία φαινομενική ηρεμία ό,τι έχει απομείνει από τον Σύριζα μετά την αποχώρηση Λαφαζάνη και Κωνσταντοπούλου κυριολεκτικά βράζει, γεγονός που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις όποτε και αν γίνουν οι εκλογές.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο ευρωβουλευτής του κόμματος κ. Κώστας Χρυσόγονος, «προβληματισμό προκαλεί το γεγονός πως, παρά το ότι ο Σύριζα βρίσκεται στην εξουσία, η επιρροή του στον συνδικαλισμό και στην αυτοδιοίκηση είναι δυσανάλογα μικρή. Τα προσκείμενα σε αυτόν ψηφοδέλτια στις δημοτικές εκλογές του 2014 κινήθηκαν στα επίπεδα του 10%, ενώ τα αντίστοιχα σχήματα στις ταυτόχρονες περιφερειακές εκλογές έφθασαν το 17%-18%. Στην 45μελή διοίκηση της ΓΣΕΕ που αναδείχθηκε από το 36ο συνέδριο τον Μάρτιο του 2016, ανήκουν 3 μέλη προερχόμενα από τον Σύριζα, κ.ο.κ. Με άλλες λέξεις, φαίνεται πως, όσο μικρότερη είναι η κλίμακα μίας εκλογικής αναμέτρησης, τόσο συρρικνώνονται τα ποσοστά του κόμματος».
Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για τον κ. Αλέξη Τσίπρα, το οποίο θα έπρεπε ίσως να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν και οι αντίπαλοί του.