Η πορεία πρέπει να είναι από το μέρος προς το όλον, από τα κάτω μα και από τα πάνω, μέσα και έξω από τα κόμματα. Οφείλουμε να αντιληφθούμε, ότι το συμφέρον του προοδευτικού χώρου και της κοινωνικής πλειοψηφίας υπερβαίνει την κομματική περιχαράκωση και επιβάλει ακόμα και να κάνουμε και στην άκρη προκειμένου να δώσουμε χώρο στο «νέο» να γεννηθεί.
Βρισκόμαστε (το πολύ) δυο χρόνια πριν από την διεξαγωγή των εθνικών εκλογών. Η ΝΔ κινείται σε ποσοστά από 25-30%. Ο προοδευτικός χώρος κατακερματισμένος και «στριμωγμένος» στη ζώνη του 6-13%, αδυνατεί να συγκροτήσει εναλλακτική, προοδευτική κυβερνητική πρόταση. Προς το παρόν όλα δείχνουν, ότι μια νέα τετραετία της «Δεξιάς» είναι η πιο πιθανή εξέλιξη.
Ακόμα όμως και το ενδεχόμενο για «κυβέρνηση Μητσοτάκη» μέχρι το 2031(!) δεν φαίνεται να παρακινεί τα κόμματα του προοδευτικού χώρου για να αναλάβουν πρωτοβουλίες υπέρβασης της κρίσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η Νέα Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προχωρούν σε συνεδριακές διαδικασίες τους επόμενους μήνες, γεγονός που μοιραία οδηγεί τους κομματικούς σχηματισμούς σε συνθήκες εσωστρέφειας. Στα συνέδρια κυριαρχούν τα εσωτερικά «ξεκαθαρίσματα», τα πρόσωπα και οι ρόλοι και λιγότερο τα πολιτικά σχέδια και οι πλατφόρμες. Παράλληλα, οι καλοκαιρινοί μήνες δεν προσφέρονται για διεργασίες βάσης.
Σε συνθήκες έντονης πολιτικής ρευστότητας κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα ακολουθήσει. Το βέβαιο όμως είναι, ότι τίποτε δεν θα συμβεί, αν δεν γίνει η «αρχή». Η συνεχιζόμενη αδράνεια λειτουργεί παραλυτικά και αυξάνει την αποστασιοποίηση και τον αναχωρητισμό.
Είναι θετικό ότι αυτήν την περίοδο διεξάγονται πολιτικές (θεματικές) εκδηλώσεις με την συμμετοχή στελεχών, επιστημόνων και εκπροσώπων του «μαζικού χώρου» προερχόμενων από διαφορετικά προοδευτικά κόμματα. Παράλληλα, αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες μέσα στη βουλή για κοινές συμπράξεις για το έγκλημα των Τεμπών.
Είναι «κάτι» αλλά προφανώς δεν αρκεί.
Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ η κατάσταση είναι δεδομένη. Ο πολιτικός δυισμός θα συνεχίσει να βασανίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δύσκολα κάποιος θα αμφισβητήσει την «νέα» ηγεσία που προτάσσει την επιλογή της «αυτόνομης πορείας με αμφίπλευρη διεύρυνση». Τι θα συμβεί όμως πλησιάζοντας προς τις εκλογές, όταν γίνει αποδεκτό και από την ηγεσία και από τα στελέχη, ότι η προοπτική της πρωτιάς δεν αντέχει σε καμία κοινή λογική;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται σε υπαρξιακά διλήμματα. Σταθεροποίηση έστω και δημοσκοπική δεν έχει υπάρξει και θα χρειαστεί χρόνος (που δεν υπάρχει) για να ανακτήσει την αξιοπιστία του. Τι θα συμβεί αν η πολιτική επιρροή συνεχίσει να βαίνει μειούμενη σε ποσοστά ιδιαίτερα χαμηλά;
Η Νέα Αριστερά έχει μια σημαντική κοινοβουλευτική δύναμη, προϊόν της διάσπασης του 2023 αλλά δεν φαίνεται να επιτυγχάνει μεγαλύτερη κοινωνική διείσδυση. Τι θα συμβεί αν προκύψουν άναρχες διασπαστικές τάσεις, που ήδη κυοφορούνται στο εσωτερικό της;
Η Πλεύση Ελευθερίας βρίσκεται σε διψήφια ποσοστά, αλλά δύσκολα θα κατορθώσει να αποβάλλει την ρετσινιά του «κόμματος διαμαρτυρίας». Τι θα συμβεί, όταν προκύψουν τα σκληρά διλήμματα της σταθερότητας και την κυβερνητικής προοπτικής(συνθήκη που αφορά όλα τα κόμματα);
Τι κάνουμε λοιπόν πέρα από τις διεργασίες ανασύνθεσης «από τα κάτω» που πρέπει να ενισχυθούν;
Χρειαζόμαστε περισσότερη «δράση-κίνηση» και πρέπει να γίνουμε συγκεκριμένοι.
Οφείλουμε να λειτουργήσουμε «μέσα και έξω» από τα κόμματά μας αντιλαμβανόμενοι τις πρακτικές δυσκολίες, τον δυσμενή συσχετισμό και το γεγονός ότι «παρθενογένεση» στην πολιτική δεν υπάρχει:
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και (σύσσωμη)η Νέα Αριστερά οφείλουν να συμπράξουν και να συμπορευθούν σε προγραμματική βάση …χθες. Ήδη έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και η δυναμική του εγχειρήματος θα βαίνει μειούμενη, όσο περνάει ο καιρός. Η ενδεχόμενη ανάκτηση της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα δημιουργήσει προϋποθέσεις καλύτερης απεύθυνσης στην κοινωνία(με όρους επικοινωνίας αλλά και πολιτικής ουσίας).Οι πολίτες, αν και απαξιώνουν σταδιακά τα δύο κόμματα, δεν είναι βέβαιο, ότι θεωρούν μη χρήσιμο πολιτικά και κοινωνικά το χώρο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Θα είναι θετικό για όλο τον προοδευτικό χώρο το εγχείρημα να παραμείνει ζωντανό και να μετεξελιχθεί.
2. Η προοπτική του «κάτι» στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα κινητοποιήσει δυνάμεις που βρίσκονται στο εσωτερικό του και δεν συμφωνούν με την προοπτική της συγκυβέρνησης με την ΝΔ. Είναι διαφορετικό να στρέφεις το βλέμμα σε κάτι «υπαρκτό» και άλλο να κοιτάς στο απόλυτο κενό. Παράλληλα, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ερχόμενη αντιμέτωπη με την πραγματικότητα και την επερχόμενη εκλογική ήττα (που θα σημάνει η δεύτερη ή τρίτη θέση), θα αναγκαστεί να επαναπροσδιορίσει την στρατηγική της, αν θέλει να επιβιώσει πολιτικά. Με λίγα λόγια, θα κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου αναγκαστικά αν δεν θέλει να αντιμετωπιστεί ως «εμπόδιο στη λύση» από την ίδια την βάση των αριστερόστροφών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
3. Η Πλεύση Ελευθερίας με τον αλλοπρόσαλλο πολιτικό λόγο, τον δήθεν αντισυστημισμό και την ανυπαρξία προγράμματος και θέσεων δεν θα αντέξει για πολύ να μην κοιτά… «ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά». Οι ψηφοφόροι της θα πρέπει να αποφασίσουν με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν, όσο η πόλωση θα οξύνεται. Ο κόσμος θέλει να ξέρει από ποιον, με ποιους και πως θα κυβερνηθεί.
4. Όλες οι παραπάνω παρακινδυνευμένες εκτιμήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν ερήμην της κοινωνίας και του λαϊκού παράγοντα. Η κοινωνία είναι πιο μπροστά από τα υφιστάμενα κόμματα και δεν αποκλείεται να τα θέσει στο περιθώριο αν συνεχίσουν να μην λαμβάνουν τα μηνύματα που εκπέμπει. Μια νέα πολιτική πρόταση μπορεί να ανατρέψει κάθε συσχετισμό και εκτίμηση. Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι πρόσφορες. Ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου δεν μπορεί παρά να βαδίσει στις θετικές κατακτήσεις του κινήματος (με την συνεισφορά των κομμάτων) και της μεταπολίτευσης.
Η πορεία πρέπει να είναι από το μέρος προς το όλον, από τα κάτω μα και από τα πάνω, μέσα και έξω από τα κόμματα. Οφείλουμε να αντιληφθούμε, ότι το συμφέρον του προοδευτικού χώρου και της κοινωνική πλειοψηφίας υπερβαίνει την κομματική περιχαράκωση και επιβάλει ακόμα και να κάνουμε και στην άκρη προκειμένου να δώσουμε χώρο στο «νέο» να γεννηθεί. Ας αντιληφθούμε τους εαυτούς μας ως καταλύτες μιας αναγκαίας διεργασίας με όρους πολιτικής ανιδιοτέλειας.
Ας εργαστούμε για να πάψουμε να είμαστε μέρος του προβλήματος και να γίνουμε επιτέλους μέρος της λύσης.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)