του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου, δημοσιογράφου
Φαινομενικά οι ονομαστικοί μισθοί έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Αναφέρομαι κυρίως στον κατώτερο μισθό, αλλά και στις υπόλοιπες μισθολογικές κατηγορίες.
Όμως, την ίδια στιγμή με όποιον και εάν μιλήσεις θα σου πει ότι τα βγάζει πέρα όλο και πιο δύσκολα.
Και αυτό δεν είναι απλώς μια παραδοσιακή έκφραση «ελληνικής γκρίνιας».
Είναι η πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες, και πιστοποιείται από συγκεκριμένα στοιχεία και δείκτες.
Καταρχάς έχουμε έναν επίμονο πληθωρισμό. Που δεν είναι «εκρηκτικός» όπως ήταν κάποια στιγμή στην «έξοδο» από την πανδημία, όμως δεν παύει να κινείται σταθερά πάνω από τα επίπεδα που ήταν πριν την πανδημία. Για παράδειγμα τον Ιούνιο έτρεχε με ετήσιο ρυθμό 2,8% όταν τον Ιούνιο του 2024 έτρεχε με 2,3%.
Έπειτα, έχουμε την πραγματική αύξηση του κόστους ζωής. Γιατί πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι ο πληθωρισμός είναι πάντα ένα μέσος όρος που αφορά το σύνολο της οικονομίας, το σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών. Όταν, όμως, ερχόμαστε να συζητήσουμε τις αυξήσεις που αφορούν τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης και των μισθωτών, δηλαδή τα κοινωνικά στρώματα που δίνουν πολύ μεγαλύτερο – αναλογικά – ποσοστό του εισοδήματός τους για το σουπερμάρκετ και οτιδήποτε έχει να κάνει με τη στέγαση (ενοίκιο, θέρμανση, ηλεκτρικό κ.λπ.) η εικόνα είναι ακόμη πιο σκοτεινή.
Και η τρίτη διάσταση – την οποία τείνουμε να υποτιμούμε – έχει να κάνει με την φορολογία.
Αυτό προκύπτει από τον συνδυασμό δύο παραμέτρων: όταν μιλάμε για τη φορολογία φυσικών προσώπων, τότε το μεγαλύτερο ποσοστό έρχεται από τη φορολογία των μισθωτών (και των συνταξιούχων). Για την ακρίβεια το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 69% του φορολογούμενου εισοδήματος φυσικών προσώπων προερχόταν από μισθωτές υπηρεσίες. Αυτό αντίστοιχα σήμαινε ότι και το μεγαλύτερο τμήμα των φορολογικών εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι από τους μισθούς.
Μέχρι τώρα θα μου πείτε ότι δεν λέω κάτι το πρωτότυπο. Οι παλιοί οικονομικοί συντάκτες αναφέρονταν στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους ως τα «συνήθη φορολογικά υποζύγια».
Και εδώ έρχεται η δεύτερη παράμετρος. Ως γνωστόν η φορολογία εισοδήματος είναι προοδευτική. Δηλαδή, όσο ανεβαίνουμε εισοδηματικό κλιμάκιο, αυξάνεται αντίστοιχα και το ποσοστό φορολόγησης. Αυτή είναι μια σωστή λογική γιατί στον πυρήνα της έχει την αναδιανομή εισοδήματος. Όσοι υποστηρίζουν να υπάρχει ένα ποσοστό φορολογία ενιαίο για όλα τα εισοδήματα, στην πραγματικότητα δεν θέλουν καμιά αναδιανομή.
Όμως, το πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι τα φορολογικά κλιμάκια δεν έχουν αναπροσαρμοστεί παρά τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού – αθροιστικά – τα τελευταία χρόνια. Παραμένουν στις 10.000, 20.000, 30.000, 40.000. Αυτό σημαίνει ότι με τις αυξήσεις των ονομαστικών μισθών τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι είτε ανεβαίνουν κλιμάκιο είτε έχουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε υψηλότερο κλιμάκιο. Και πληρώνουν περισσότερους φόρους.
Αυτό προφανώς για την κυβέρνηση είναι ευχάριστο νέο γιατί περισσότερα έσοδα σημαίνει και πιο εύκολη επίτευξη των διαβόητων πρωτογενών πλεονασμάτων και κατ’ επέκταση μεγαλύτερο «δημοσιονομικό χώρο».
Όμως, για τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη οικονομική πίεση.
Και εδώ να ξεκαθαρίσω το εξής: σε αντίθεση με μια λογική που λέει γενικά «όχι φόροι», προφανώς και θα είχε νόημα μια αυξημένη φορολογία εάν αυτό «επέστρεφε» στον πολίτη με την μορφή περισσότερων και καλύτερων δημόσιων αγαθών: καλύτερες υπηρεσίες υγείας και διεύρυνση του δημόσιου συστήματος υγείας, καλύτερες και πιο συχνές δημόσιες συγκοινωνίες, αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, επισκευή και αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών.
Μόνο που την ώρα που πληρώνει μεγαλύτερη φορολογία αυτό που βλέπει ο πολίτης είναι υποστελέχωση στο ΕΣΥ, υψηλότερες συμμετοχές στα φάρμακα, αναγκαστική καταφυγή στο φροντιστήριο για να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα του δημόσιου σχολείου, βαθιά το χέρι την τσέπη εάν το παιδί του σπουδάζει σε άλλη πόλη.
Και αυτό μας φέρνει στο πραγματικό «κοινωνικό πρόβλημα» σήμερα. Που μπορεί να μην έχει τις εκρηκτικές διαστάσεις της κρίσης, με την έκρηξη της ανεργίας και τις τεράστιες απώλειες εισοδήματος, έχει όμως τη μορφή μιας διαρκώς εντεινόμενης οικονομικής ανασφάλειας εν μέσω – υποτίθεται – οικονομικής ανάκαμψης. Και που εξηγεί γιατί παραμένουν τόσο υψηλοί οι δείκτες κοινωνικής δυσαρέσκειας σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης.